Tο ΔΝΤ ακολουθεί τέσσερις φάσεις προώθησης της πολιτικής του: φόβο, ύφεση, ξεπούλημα, αύξηση του χρέους. Το «λογικό» αποτέλεσμα της πολιτικής που υλοποιεί τις φάσεις του ΔΝΤ είναι ότι, αντί να διασφαλίζεται η ανάπτυξη της υπό δανεισμό χώρας, ώστε να υπάρξουν επιστροφές των δανείων, επιλέγεται η τιθάσευση της οικονομίας της χώρας, ώστε οι δανειστές να πάρουν μαζί με τις δόσεις και τον πλούτο της. Και λέγοντας «πλούτο» δεν εννοείται μόνο η γη, όπως σκόπιμα παριστάνει η κυβέρνηση, αλλά η ίδια η παραγωγική βάση της Ελλάδας, ο ορυκτός πλούτος, τα μέταλλα και τα ενεργειακά εν δυνάμει αποθέματα.
Η στρατηγική λεηλασίας μιας χώρας διαμορφώνεται σε φάσεις. Στην πρώτη δημιουργείται πανικός σε μια χώρα για τα χάλια της. Η κυβέρνηση υπήρξε αρωγός σε αυτή την προσπάθεια της τρόικας, υβρίζοντας τη χώρα και τους πολίτες της. Προκειμένου να υποταχτεί μια χώρα σε αυτή τη στρατηγική, με τον ατίθασο χαρακτήρα των Ελλήνων, επιλέγεται η πολιτική του φόβου ότι όλα χάνονται. Ακόμα και το ξεπούλημα θα φαίνεται αργότερα καλύτερο από την ολική χασούρα.
Το φόβο τον συνοδεύουν, στη συνέχεια, οι θεωρίες για μονόδρομους, όπως, επί παραδείγματι, ως προς τον αναγκαίο δανεισμό της χώρας. Ο «κίνδυνος» να απωλέσουν οι δανειστές τα δανεισθέντα προβάλλεται ως κίνδυνος επιβίωσης της ίδιας της χώρας. Στο όνομα αυτής της «λογικής», η χώρα οδηγείται σε δανεισμό με επιτόκια υψηλότερα από τον προηγούμενο. Αν, δηλαδή, η χώρα είχε λάβει δάνεια με 3%, προκειμένου, υποτίθεται, να τα αποπληρώσει, δανείζεται με υψηλότερο επιτόκιο, επί παραδείγματι 6%. Κατόπιν, ο λαός καλείται να αποδεχτεί την αναγκαιότητα της πολιτική λιτότητας. Όμως, όταν μια χώρα βρίσκεται σε ύφεση και δεν μπορεί να αντεπεξέλθει σε δάνεια με 3-4% επιτόκιο, είναι σίγουρο ότι δεν μπορεί να ξεπληρώσει τα ακόμα πιο ακριβά δάνεια.
Στην επόμενη φάση, προκειμένου να ξεπληρώσει η Ελλάδα τα ακριβότερα δάνεια, επιβάλλεται πολιτική μείωσης των μισθών και των συντάξεων, συρρίκνωσης του δημόσιου τομέα και των δημόσιων επενδύσεων, εξασφάλισης των δικαιωμάτων και κερδών των ολίγων. Με αυτό τον τρόπο η Ελλάδα οδηγήθηκε σε ύφεση. Ύφεση σημαίνει, επί παραδείγματι, ότι, ενώ η χώρα προηγούμενα πλήρωνε από τα 100 ευρώ του ΑΕΠ τα 20 ως δόση, τώρα καλείται να πληρώσει δόσεις των 27 ευρώ με το εθνικό προϊόν να έχει περιοριστεί στα 90. Με άλλα λόγια, σύμφωνα με το παράδειγμα, να δίνει στους δανειστές, αντί το 20% του ΑΕΠ της, το 30%. Δεν αυξάνει, δηλαδή, «απλά» το απόλυτο ποσό των δόσεων, αλλά, ταυτόχρονα, αυξάνει δυσανάλογα ο λόγος της δόσης προς το εισόδημα της χώρας. Όταν, λοιπόν, η χώρα δεν μπορεί να πληρώσει το 20% ενός ΑΕΠ των 100, είναι αδύνατον να πληρώσει δόση που να είναι το 30% του ΑΕΠ.
Σε αυτή την περίπτωση, μπαίνει η χώρα στην τρίτη φάση. Χρωστούσε το 2010 περισσότερα από 280 δις ευρώ, τώρα θα χρωστά 450. Οι δόσεις σε απόλυτους αριθμούς είναι μεγαλύτερες. Το ΑΕΠ μικρότερο. Κατά συνέπεια, το βάρος κάθε δόσης βαίνει δυσανάλογα αυξανόμενο. Ακριβώς σε μια τέτοια στιγμή έρχεται προς υλοποίηση η επόμενη φάση: Επειδή δεν υπάρχει ρευστότητα και έσοδα για την αποπληρωμή του χρέους, μαζί με τις δόσεις –που μπορεί και να «κουρευτούν» ή να επιμηκυνθεί η αποπληρωμή τους– δίνεται στους δανειστές, επιπρόσθετα, ο δημόσιος πλούτος της χώρας. Ας πούμε ο ΟΠΑΠ. Ενώ προσωρινά η πώληση του ΟΠΑΠ, ή μεριδίων του, μπορεί να ανακουφίσει το χρέος, τον επόμενο χρόνο θα λείπουν από τα έσοδα του δημόσιου προϋπολογισμού οι πόροι του ΟΠΑΠ. Η απουσία τους από το Δημόσιο θα παράγει νέα χρέη. Γι’ αυτό υποστηρίζω από πέρσι ότι ο λογαριασμός δεν βγαίνει για τη χώρα. Ότι η σημερινή πολιτική και δανειοδότηση της χώρας αυξάνει, παρά περιορίζει τα προβλήματα. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου