Φίλης Ν.
«Δεν είμαι πολιτικός, αλλά έχω αφιερώσει το μεγαλύτερο τμήμα της επαγγελματικής μου ζωής στην άσκηση οικονομικής πολιτικής τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη (…). Η νέα κυβέρνηση είναι μεταβατική. Το κύριο έργο της είναι η υλοποίηση των συμφωνιών της Συνόδου Κορυφής της 26ης Οκτωβρίου, καθώς και η εφαρμογή της οικονομικής πολιτικής που συνδέεται με τις αποφάσεις αυτές».
Με αυτές τις δηλώσεις ο νέος πρωθυπουργός συστήθηκε στο πανελλήνιο. Παρ’ ότι η υποψηφιότητά του υπήρξε επιλογή που επιβλήθηκε στους αρχηγούς των δύο μεγάλων κομμάτων, ο κ. Παπαδήμος, με τον τρόπο του, μας προειδοποιεί ότι δεν λογοδοτεί σε αυτούς. Η πρωθυπουργία του υπακούει στις δεσμεύσεις έναντι της τρόικας, που είναι σάρκα από τη σάρκα της. Και ο ίδιος παρουσιάζεται ως τεχνοκράτης και όχι ως πολιτικός. Δηλαδή παίρνει αποστάσεις από την «πολιτική τάξη», αν και για την πρωθυπουργία του χρειάστηκε η σύμπραξή της. Όχι μόνο των δύο μεγάλων κομμάτων, αλλά και η καθοριστική παρέμβαση του μιντιακού στερεώματος, με «λαγό» τον Γ. Καρατζαφέρη.
Η κυβέρνηση Παπαδήμου δεν είναι οικουμενική κυβέρνηση, δεν υπακούει σε εσωτερικές πολιτικές δεσμεύσεις και ισορροπίες, ούτε είναι σκαλοπάτι για να σχηματιστεί μια νέα μονοκομματική εξουσία. Η αποστολή Παπαδήμου δεν συνίσταται απλώς στη διαχείριση της οικονομικής κρίσης, είναι στρατηγική επιλογή – όχι μόνον για την οικονομία. Υλοποιεί και «πολιτικό πρότζεκτ» με το οποίο θα επιχειρηθεί η ανασυγκρότηση του αστικού πολιτικού συστήματος, δηλαδή η διαμόρφωση «νέων συναινέσεων», με το καρότο ή το μαστίγιο! Οι προγραμματικές δεσμεύσεις της νέας κυβέρνησης έχουν ορίζοντα δεκαετίας. Τα κόμματα διακυβέρνησης δεν μπορούν να ανταποκριθούν. Ήδη διαπιστώνονται φυγόκεντρες τάσεις. Ακόμη και πρωτοκλασάτα στελέχη παρελαύνουν στις τηλεοράσεις και δηλώνουν ότι τελείωσε η εποχή των κομμάτων και αρχίζει η εποχή των βουλευτών.
Από τον αρχηγικό δικομματισμό στον μνημονιακό μονοκομματισμό
Η ρευστοποίηση του πολιτικού σκηνικού είναι επί θύραις και η κυβέρνηση Παπαδήμου απελευθερώνει και νομιμοποιεί ροπές αποδόμησης των κομμάτων. Από τον αρχηγικό δικομματισμό της Μεταπολίτευσης περνάμε στον μνημονιακό μονοκομματισμό της «νέας μεταπολίτευσης», που ισοδυναμεί με κυβερνήσεις συνεργασίας. Ακόμη κι αν υφίσταται μονοκομματική αυτοδυναμία, όπως συμβαίνει σήμερα. Κρίσιμη συνθήκη της μετάβασης είναι η αποπολιτικοποίηση της πολιτικής και η ανάδειξη τεχνοκρατών ή λιγότερο δεσμευμένων από τις δημοκρατικές διαδικασίες προσώπων ως πρωθυπουργών. Είναι η ορατή συνθήκη με την οποία οι αγορές διεκδικούν τη διαχείριση της εξουσίας. Η νομιμοποίηση αυτής της «πραξικοπηματικής» κίνησης εδράζεται στο δόγμα ότι δεν υπάρχουν πολιτικά διακυβεύματα κατά την άσκηση της οικονομικής πολιτικής. Παρά μόνον ένα: Η σωτηρία της πατρίδας!
Το «πείραμα» αυτό, που στηρίζεται στην αποσύνθεση των υφιστάμενων κομμάτων διακυβέρνησης, προϋποθέτει και κάποιου είδους «κοινωνική επαγγελία», ώστε γύρω του να συγκροτηθούν συναινέσεις. Τι είδους «κοινωνικό συμβόλαιο μπορεί να συναφθεί με βάση τη λιτότητα, την ανεργία και τη διάλυση των δημοσίων αγαθών; Και πόσο μπορεί να πετύχει το «πείραμα» αν επιβεβαιωθεί και στις κάλπες η καταγραφόμενη περίπου στο 30% επιρροή των κατακερματισμένων δυνάμεων της αριστεράς;
Προϋπόθεση για να προχωρήσει το «πείραμα» είναι να απομονωθούν και να ηττηθούν οι δυνάμεις της αριστεράς, να εξωθηθούν εκτός πολιτικής διαδικασίας οι λαϊκές τάξεις και η πολιτική να γίνει υπόθεση των ευπόρων. Το μοντέλο ήδη έχει εφαρμοστεί στις άλλες ανεπτυγμένες κοινωνίες.
Είναι φυσικό η νέα κυβέρνηση να δημιουργεί συγχύσεις ή και αναμονές. Το γεγονός όμως ότι είναι επιφορτισμένη να εφαρμόσει τη μνημονιακή πολιτική θα τη φέρει συντόμως σε αντιπαράθεση με την κοινωνία. Με τους όρους και τους χρόνους που θα επιλέξει η κοινωνία. Η θηριώδης κοινοβουλευτική πλειοψηφία, που θα πετύχει με την ψήφο εμπιστοσύνης μεθαύριο στη Βουλή, δεν αντιστοιχεί σε λαϊκή επιδοκιμασία. Η κυβέρνηση Παπαδήμου είναι κυβέρνηση λαϊκής μειοψηφίας. Γι’ αυτό και αυτοί που τη σχεδίασαν επέμειναν στην παράκαμψη του λαϊκού παράγοντα.
Αναχρονιστική επιλογή και «δωράκι»
Η επικείμενη παγκόσμια οικονομική ύφεση και γενικότερα η γενικευόμενη κρίση στην Ευρωζώνη απειλούν την κυριαρχία της νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας, η οποία προχωρεί σε σπασμούς αυταρχικότητας. Το σύστημα είναι αναγκασμένο να αναζητήσει λύσεις μετριασμού ή και αντιμετώπισης της κρίσης. Γι’ αυτό είναι αναχρονιστική η προσήλωση Παπαδήμου στα θέσφατα της 26ης Οκτωβρίου. Η απόφαση αυτή αντιστοιχεί σε προηγούμενη φάση των εξελίξεων.
Οι κυρίαρχοι ευρωπαϊκοί κύκλοι είναι πιθανόν να διευκολύνουν τον νέο πρωθυπουργό σε «δευτερεύοντα θέματα», που προς στιγμήν μπορεί να τον βοηθήσουν να αντιμετωπίσει τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Και, αναλόγως των εξελίξεων στην Ευρωζώνη, η συγκυβέρνηση, με αυτή ή με άλλη μορφή, να βοηθηθεί να πηδήξει σε «νέο τρένο».
Επειδή εδώ είναι Ελλάδα, δεν πρέπει να μας διαφεύγει η ιστορική εμπειρία σύμφωνα με την οποία χρεωκοπημένες πολιτικές ηγεσίες μπορούν να επηρεάσουν την έκβαση της πολιτικής ρευστότητας. Ο Παπανδρέου σκέφτηκε να χρίσει πρωθυπουργό τον «κηπουρό» του και χθες, αμέσως μετά την ορκωμοσία της νέας κυβέρνησης, έσπευσε στην Ιπποκράτους για να διαμηνύσει ότι παραμένει παρών. Και ο Σαμαράς έσπευσε να προσημειώσει τη νέα κυβέρνηση με προεκλογικού τύπου διάγγελμα. Οι δύο ηγέτες έχουν κοινά συμφέροντα… Απομένει να φανεί αν ο νέος «παίκτης» θα λειτουργήσει ως καταλύτης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου