Η ΣΤΕΊΡΙΔΑ ΚΑΙ ΤΟ ΣΤΕΊΡΙ ΣΤΟ WORDPRESS.COM

Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2011

Η χώρα σε «κατάσταση εξαίρεσης».

Του ΜΙΧΑΛΗ ΣΠΟΥΡΔΑΛΑΚΗ*
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς συνταγματολόγος για να παρατηρήσει ότι οι συνταγματικές και δημοκρατικές συντεταγμένες έχουν παραβιαστεί.

Ουσιαστικά εδώ και είκοσι περίπου μήνες η χώρα λειτουργεί σε συνθήκες εκείνου που ο Αγκάμπεν όρισε ως «κατάσταση εξαίρεσης», όπου η ανάγκη, πραγματική ή κατασκευασμένη, έχει μετατρέψει σε κανόνα την εξαίρεση, ρυθμίζοντας ή και απορυθμίζοντας έτσι την καθημερινότητά μας.

Η αφορμή αυτής της κατάστασης είναι η δημοσιονομική και οικονομική κρίση, που έχουν μετατρέψει τις «αγορές» σε αποκλειστική πηγή εξουσίας και σε μόνη βάση νομιμοποίησης πολιτικών πρωτοβουλιών και αποφάσεων. Με μια πιο δραματική, όσο ίσως και πιο ουσιαστική, διατύπωση θα λέγαμε ότι η συγκυρία εμπράκτως δοκιμάζει τα όρια της συμβίωσης ανάμεσα στον καπιταλισμό και τη δημοκρατία. Με δεδομένο μάλιστα ότι δημοκρατικοί κανόνες και θεσμοί της Ε.Ε. συστηματικά παραβιάζονται από τους «Μερκοζί», θα λέγαμε ότι η παραπάνω τάση δεν αποτελεί μια ακόμη ελληνική ιδιοτροπία αλλά αντίθετα συγκροτεί μια σαφή τάση όπου η δημοκρατία και γενικά το πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης δεν αποτελούν απροϋπόθετες περιοχές έκφρασης, δράσης και επιρροής των πολιτών αλλά αναγνωρίζονται μόνο στον βαθμό που δεν αμφισβητούν τα απόλυτα προτάγματα και τις «ανάγκες» των αγορών.
Οι παρατηρήσεις αυτές δεν μπορεί να οδηγούν στον αφελή ρομαντισμό ότι στο παρελθόν οι αναγκαιότητες της καπιταλιστικής οικονομίας υποτάσσονταν στη δύναμη της πολιτικής εξουσίας, όπως αυτή οριζόταν από τη δημοκρατική έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας. Ομως πρέπει να παραδεχθούμε ότι το δημοκρατικό πολίτευμα, όπως το γνωρίζαμε, πάντα έβρισκε τον τρόπο να εξασφαλίζει -μέσα από σειρά πολιτικών και διοικητικών πρωτοβουλιών και συμβιβασμών- τους όρους κεφαλαιακής συσσώρευσης και κοινωνικής ευημερίας. Από τη στιγμή όμως που το τελευταίο δεν αποτελεί πλέον καν την επίφαση, πολλώ δε μάλλον τη νομιμοποιητική βάση, για το πρώτο, η δημοκρατία ακόμη και ως διαδικασία πάει περίπατο. Κατά συνέπεια, το ζήτημα της δημοκρατίας αναδεικνύεται σε μείζον επίδικο. Η προάσπιση και ακόμη η εμβάθυνσή της αποτελούν την νέα «ουτοπία» για διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής και ευημερίας. Οι εξελίξεις στις σχέσεις οικονομίας και πολιτικής και, πιο συγκεκριμένα, οι σχέσεις μεταξύ αγορών και δημοκρατίας αναδεικνύουν την τελευταία κλειδί όχι μόνο για τη διατήρηση των όποιων δημοκρατικών, φιλελεύθερων ή κοινωνικών, κεκτημένων αλλά και το κατ' εξοχήν πεδίο κοινωνικού μετασχηματισμού.
Το προφανές ερώτημα που προκύπτει από αυτή την, υπό την αίρεση «των αγορών», λειτουργία της δημοκρατίας είναι πώς μπορεί να διακόψει κανείς τον φαύλο κύκλο απομείωσης της δημοκρατίας και να ανοίξει τη δυναμική εμπλουτισμού της που επιβάλλει η συγκυρία. Η απάντηση στο ερώτημα δεν μπορεί παρά να αναζητηθεί στις κοινωνικές κινητοποιήσεις που διεκδικούν πολιτική εκπροσώπηση και που τα αδιέξοδα της καπιταλιστικής κρίσης τους παρέχουν τη δυνατότητα με άμεσο και απτό τρόπο να συνδέουν το πολιτικό/δημοκρατικό αίτημα με το κοινωνικό. Σε αυτή την προσπάθεια ο ρόλος της διανόησης και του πολιτικού φορέα δεν μπορεί παρά να είναι καθοριστικός, στον βαθμό βεβαίως που κινείται σε αντίστροφη κατεύθυνση από τη συνήθη της συγκυρίας. Και τούτο γιατί: α) η διανόηση ακόμη και όταν εντοπίζει τα πολλαπλά φαινόμενα δημοκρατικής υπονόμευσης δεν μπορεί να προβάλει ταυτολογικό λόγο και επιχειρήματα με το να τα αποδίδει σε υποκειμενικές και συγκυριακές «αδυναμίες», ενώ ταυτόχρονα να αρνείται να κατανοήσει την υποταγή του πολιτικού και της δημοκρατίας στις «αγορές» ως αποτέλεσμα του δομικών αντιφάσεων του όλου συστήματος που βρίσκεται σε κρίση και β) ο πολιτικός φορέας δεν μπορεί παρά να ξεπερνά έμπρακτα τον ρομαντισμό και τα αδιέξοδα του φορέα-πρωτοπορία, που έτσι και αλλιώς αντιστοιχούσε σε εντελώς διαφορετικό καταμερισμό εργασίας, να αξιοποιήσει τις οργανωτικές, πολιτικές και τεχνολογικές κατακτήσεις πολιτικής κινητοποίησης των τελευταίων δεκαετιών και να συγκροτήσει ένα άλλο πρότυπο δημοκρατικό όραμα, το οποίο ενσωματώνει αλλά δεν υποτάσσεται στον (συχνά επικίνδυνο) λαϊκισμό της «άμεσης δημοκρατίας» και πηγαίνει πέρα από τον κονφορμισμό της αντιπροσωπευτικής διαδικασίας. Προκλήσεις μεγάλες αλλά απαραίτητες αν πιστεύουμε ότι η δημοκρατία και η κοινωνική συνοχή έχουν μέλλον.
*Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Δεν υπάρχουν σχόλια: