Του Ευκλείδη Τσακαλώτου
Η διαφορετική κατεύθυνση, με μια διαφορετική ΕΚΤ, με ευρωομόλογο και με ένα νέο πλαίσιο δημοσιονομικής πολιτικής στην Ε.Ε. δεν συνιστούν σοσιαλισμό. Αλλά θα έχουν την τάση να αλλάξουν την ατζέντα των τελευταίων δεκαετιών. Πρωτίστως παρέχουν χώρο για την επιστροφή της πολιτικής και της δημοκρατίας.
1. Μεγάλος και όλο μεγαλύτερος. Την Πέμπτη το Financial Times είχε στο πόρταλ του, για λίγες ώρες μόνο είναι η αλήθεια, κείμενο για τους φόβους που δυναμώνουν για την κατάρρευση του ευρώ. Τις τελευταίες μέρες έχουμε την υποβάθμιση των πορτογαλικών κρατικών ομολόγων σε κατηγορία junk (σκουπίδια), την αναγνώριση ότι ούτε οι «υποδειγματικοί κρατούμενοι» της Ιρλανδίας (όπως με αυτοσαρκασμό αποκαλούν τους εαυτούς τους) δεν θα γυρίσουν γρήγορα στις αγορές, το φαινόμενο των υψηλών spreads να επεκτείνεται παντού, την πτώση των ομολόγων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (που τη στηρίζουν τα κράτη μέλη της Ε.Ε.), και. Τέλος, τη Γερμανία να μην μπορεί να βρει αγοραστές για τα δεκαετή ομόλογά της. Μέχρι στιγμής δικαιώνονται πλήρως όλοι αυτοί που έχουν επιχειρηματολογήσει ότι η οικονομική και χρηματοπιστωτική αρχιτεκτονική της Ε.Ε. είναι σάπια, ότι χωρίς αλλαγή πλαισίου η κρίση θα μεταδίδεται από χώρα σε χώρα, και ότι δεν γίνεται να δημιουργήσεις υγειονομική ζώνη (firewall) γύρω από την Ελλάδα.
Η Ευρωζώνη ή θα αλλάξει κατεύθυνση ή θα διαλυθεί το ευρώ. Παρά την ανακοίνωση των ηγετών της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Γαλλίας ότι θα προχωρήσουνε σε μια πιο αυστηρή εφαρμογή του συμφώνου σταθερότητας, διαφαίνεται για πρώτη φορά μια μερική απομόνωση της Γερμανίας. Ακόμα και οι υπουργοί οικονομικών της Φινλανδίας και της Ολλανδίας μίλησαν για τη σημασία η ΕΚΤ να λειτουργεί ως δανειστής έσχατης ανάγκης. Και οι Ολλανδοί αποδεχτήκαν την αποτυχία των firewalls! Από τη μια μεριά, η ανάδειξη διαφορετικών προτεραιοτήτων και θέσεων δυναμιτίζει τη σταθερότητα μιας νομισματικής ένωσης. Θυμίζω ότι στις αρχές της δεκαετίας του ενενήντα το σύστημα σταθερών ισοτιμιών στην Ευρώπη κατέρρευσε ακριβώς επειδή διαφάνηκαν τέτοιες διαφορές - οι Γερμανοί ανησυχούσαν για τον πληθωρισμό (μετά από την ενοποίηση με την Ανατολική Γερμανία), ενώ οι πιο πολλές από τις υπόλοιπες χώρες προτιμούσαν μια πιο ελαστική νομισματική πολιτική μετά από μια δεκαετία λιτότητας που είχε καταφέρει να μειώσει τον πληθωρισμό αλλά είχε αυξήσει την ανεργία. Από την άλλη, η ανάδειξη διαφωνιών μπορεί να σηματοδοτεί μια αλλαγή πλεύσης που θα μπορούσε, υπό συνθήκες, να σταθεροποιήσει την Ευρωζώνη.
2. Βραχυπρόθεσμα μια αλλαγή κατεύθυνσης θα μπορούσε να στηριχθεί στην ΕΚΤ.
Πρώτον, θα μπορούσε να εγγυηθεί τη ρευστότητα των τραπεζών. Αυτή τη στιγμή πλησιάζουμε την κατάσταση που επικρατούσε πριν και μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers: έχει εξατμιστεί η αυτοπεποίθηση, και οι τράπεζες προτιμούν να «παρκάρουν» τα χρήματά τους στην ΕΚΤ, παρά να τα τοποθετούν στη διατραπεζική αγορά. Αν η ρευστότητα που παρέχει η ΕΚΤ προς τις εμπορικές τράπεζες ήταν μεγαλύτερη διάρκειας, οι τράπεζες θα αισθανόταν μεγαλύτερη ασφάλεια για να δανείζουν στην πραγματική οικονομία. Επί πλέον μια τέτοια στάση θα βοηθούσε μια κρίση ρευστότητας των τραπεζών να μην μετατραπεί σε κρίση βιωσιμότητας
.
Δεύτερον, θα μπορούσε η ΕΚΤ να τροποποιήσει τους κανόνες της σε σχέση με τα ενέχυρα που ζητάει από τις τράπεζες. Καθώς οι αγορές πέφτουν, η αξία των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών επίσης πέφτουν. Η ΕΚΤ θα μπορούσε να αγνοήσει αυτήν την πτώση, ή να διευρύνει τον τύπο των περιουσιακών στοιχείων (καταναλωτικά δάνεια ή στεγαστικά) που δέχεται ως ενέχυρα.
Τρίτον, θα μπορούσε να παρεμβαίνει πιο δραστικά στις δευτερογενείς αγορές κρατικών ομολόγων, αγοράζοντας κρατικά ομόλογα. Αν συγχρόνως δεν αποστείρωνε το αποτέλεσμα (δηλαδή δεν απορροφούσε το ίδιο ποσό από την αγορά σε μια προσπάθεια να μείνει η συνολική προσφορά χρήματος στο ίδιο επίπεδο) τότε στην ουσία θα εφάρμοζε το είδος της νομισματικής χαλαρότητας που έχουν εφαρμόσει οι κεντρικές τράπεζες των ΗΠΑ και της Βρετανίας.
2. Βραχυπρόθεσμα μια αλλαγή κατεύθυνσης θα μπορούσε να στηριχθεί στην ΕΚΤ.
Πρώτον, θα μπορούσε να εγγυηθεί τη ρευστότητα των τραπεζών. Αυτή τη στιγμή πλησιάζουμε την κατάσταση που επικρατούσε πριν και μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers: έχει εξατμιστεί η αυτοπεποίθηση, και οι τράπεζες προτιμούν να «παρκάρουν» τα χρήματά τους στην ΕΚΤ, παρά να τα τοποθετούν στη διατραπεζική αγορά. Αν η ρευστότητα που παρέχει η ΕΚΤ προς τις εμπορικές τράπεζες ήταν μεγαλύτερη διάρκειας, οι τράπεζες θα αισθανόταν μεγαλύτερη ασφάλεια για να δανείζουν στην πραγματική οικονομία. Επί πλέον μια τέτοια στάση θα βοηθούσε μια κρίση ρευστότητας των τραπεζών να μην μετατραπεί σε κρίση βιωσιμότητας.
Δεύτερον, θα μπορούσε η ΕΚΤ να τροποποιήσει τους κανόνες της σε σχέση με τα ενέχυρα που ζητάει από τις τράπεζες. Καθώς οι αγορές πέφτουν, η αξία των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών επίσης πέφτουν. Η ΕΚΤ θα μπορούσε να αγνοήσει αυτήν την πτώση, ή να διευρύνει τον τύπο των περιουσιακών στοιχείων (καταναλωτικά δάνεια ή στεγαστικά) που δέχεται ως ενέχυρα.
Τρίτον, θα μπορούσε να παρεμβαίνει πιο δραστικά στις δευτερογενείς αγορές κρατικών ομολόγων, αγοράζοντας κρατικά ομόλογα. Αν συγχρόνως δεν αποστείρωνε το αποτέλεσμα (δηλαδή δεν απορροφούσε το ίδιο ποσό από την αγορά σε μια προσπάθεια να μείνει η συνολική προσφορά χρήματος στο ίδιο επίπεδο) τότε στην ουσία θα εφάρμοζε το είδος της νομισματικής χαλαρότητας που έχουν εφαρμόσει οι κεντρικές τράπεζες των ΗΠΑ και της Βρετανίας.
Βέβαια όλα αυτά απλώς αγοράζουν χρόνο. Η ουσιαστική αλλαγή σε σχέση με την ΕΚΤ θα έρθει όταν η ίδια δανείζει κατευθείαν και στις τράπεζες και στις κυβερνήσεις. Σε αυτό αντιστέκονται οι Γερμανοί. Από τη μια μεριά θεωρούν ότι οι τράπεζες, αυτές που δεν μπορούμε να τις αφήσουμε να χρεωκοπήσουν, πρέπει να σωθούν από τις κυβερνήσεις. Αυτό αγνοεί, όμως, τη δημοσιονομική κατάσταση των κρατών μελών. Από την άλλη, διαφωνούν την κατευθείαν αγορά (νέων) κρατικών ομολόγων γιατί αυτό συνιστά κόψιμο χρήματος που μπορεί να οδηγήσει σε πληθωρισμό. Αλλά οι πιο πολλοί οικονομολόγοι, αυτή τη στιγμή, θα μας έλεγαν ότι λίγος πληθωρισμός θα ήταν ότι πρέπει σε αυτή τη συγκυρία - μια ραγδαία αύξηση του ποσοστού χρήματος δεν οδηγεί σε υπερπληθωρισμό σε συνθήκες κρίσης.
3. Η Γερμανία αυτή τη στιγμή αισθάνεται ότι έχει τον πρώτο λόγο για ότι γίνεται στην ΕΕ. Έχει και μια απειλή ότι στην τελευταία ανάλυση μια κατάρρευση του ευρώ μπορεί να έχει κόστος για όλους αλλά, ως η μεγαλύτερη και πιο ισχυρή οικονομία, σχετικά λιγότερο για την ίδια. Και βεβαίως αν πάμε στη μερική λύση του ευρωομολόγου, η ισχύς της απειλής μειώνεται δραματικά - να απεμπλακεί μια χώρα από ένα ενιαίο νόμισμα όταν το χρέος της είναι στο ίδιο καλάθι με όλες τις άλλες θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο. Για αυτό και θέλει να «δέσει» τις συνταγματικές αλλαγές που θα μονιμοποιήσουν τις αυστηρές δημοσιονομικές πολιτικές, και άρα την πολιτική θέση των πλεονασματικών κρατών μελών, πριν συζητήσει στα σοβαρά το ευρωομόλογο.
Το ευρωομόλογο θα εμπόδιζε τη δυνατότητα των κερδοσκόπων να παίζουν μια χώρα ενάντια στην άλλη. Σε ένα πρώτο επίπεδο αυτό διευρύνει τον χώρο για την πολιτική, για τη συζήτηση εναλλακτικών προτάσεων. Το ίδιο θα έκανε και ένας μεγάλος ομοσπονδιακός προϋπολογισμός που θα βοηθούσε τις οικονομίες με τα μεγαλύτερα προβλήματα, η μια συντονισμένη δημοσιονομική πολιτική που θα βασιζόταν στις οικονομικές συνθήκες που επικρατούν σε όλη την ένωση και όχι μόνο στις οικονομίες του Βορρά. Οι κυρίαρχες δυνάμεις μετά το 1980 κατάφεραν να πείσουν ότι η νομισματική πολιτική αφορά τεχνικά ζητήματα που μπορούμε να τα αφήσουμε στα χέρια των «ανεξαρτήτων» κεντρικών τραπεζών. Αυτή η θέση έχει υποστεί ζημιά μετά από το 2008. Αλλά το επιχείρημα ότι και η δημοσιονομική πολιτική πρέπει να αφεθεί στους τεχνοκράτες είναι πολύ λιγότερο πειστικό, και δύσκολα θα το δεχτούν οι λαοί σε συνθήκες δημοκρατίας.
Η διαφορετική κατεύθυνση, με μια διαφορετική ΕΚΤ, με ευρωομόλογο και με ένα νέο πλαίσιο δημοσιονομικής πολιτικής στην Ε.Ε. δεν συνιστούν σοσιαλισμό. Δεν νομίζω ότι απαντάν καν στα συστημική προβλήματα του καπιταλισμού. Αλλά θα έχουν την τάση να αλλάξουν την ατζέντα των τελευταίων δεκαετιών. Πρωτίστως παρέχουν χώρο για την επιστροφή της πολιτικής και της δημοκρατίας. Είναι μια μάχη που αξίζει να δώσουμε και όπου η ποιότητα των αλλαγών θα εξαρτηθεί από το μέγεθος των κινητοποιήσεων των από κάτω. Τίποτα δεν εξασφαλίζει την επιτυχία, αλλά το μέγεθος των αντιστάσεων, από τη μεριά του συστήματος, μπροστά στο ενδεχόμενο αλλαγής κατεύθυνσης αναδεικνύει ότι κάτι σοβαρό διακυβεύεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου