Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Οι όμορφες συγκυβερνήσεις όμορφα καίγονται... Η κυβέρνηση Παπαδήμου λογικά πρέπει να διεκδικεί παγκόσμιο ρεκόρ στην ταχύτητα φθοράς της στην κοινή γνώμη. Μέσα σε τέσσερις εβδομάδες -σκάρτες- το όποιο δημοσκοπικό της πλεονέκτημα εξανεμίστηκε. Οι κυβερνητικοί εταίροι συμπεριφέρονται σαν εν διαστάσει σύζυγοι που απλώς είναι αναγκασμένοι να συγκατοικούν για τα μάτια των γειτόνων -εν προκειμένω της τρόικας. Αλλά και οι τροϊκανοί κυκλοφορούν από υπουργείο σε υπουργείο σαν να μην περιμένουν τίποτα απ’ αυτή την κυβέρνηση. Μόνο ο ίδιος ο Λ. Παπαδήμος και οι πιο στενοί του συνεργάτες πασχίζουν να σώσουν τα προσχήματα.
ΤΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΟ αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης είναι πώς καταρρέει η επιχείρηση ανάκτησης της εμπιστοσύνης της κοινής γνώμης στο σύστημα διακυβέρνησης μέσα από δύο ιδεολογήματα: τη διακομματική συνεργασία -είτε στο όνομα της συναίνεσης του αστικού χώρου είτε στο όνομα της «εθνικής ενότητας»- και τον ρόλο των τεχνοκρατών ως εναλλακτικής λύσης στην «ανικανότητα των πολιτικών».
ΓΙΑ ΤΟ ΔΕΥΕΡΟ σκέλος, αυτό της υπεροχής των τεχνοκρατών έναντι των πολιτικών, ας κρατήσουμε μια πισινή, μιας και το σχετικό εγχείρημα δεν έχει πει την τελευταία του λέξη. Ούτε στη γειτονική Ιταλία, όπου το πείραμα επιδεικνύει σχετική αντοχή, αλλά ούτε εδώ, όπου οι πρωταγωνιστές της «τεχνοκρατικής λύσης» λειτουργούν προς το παρόν με τακτ και αυτοσυγκράτηση και δεν έχουν ξεδιπλώσει τα ενδεχόμενα αυτόνομα πολιτικά τους σχέδια.
ΤΟ ΠΡΩΤΟ στοιχείο αυτής της διπλής, ραγδαίας κατάρρευσης, όμως, έχει μια πολλαπλή χρησιμότητα για την κοινωνία. Πρώτα απ’ όλα γιατί αποσταθεροποιεί ένα σταθερό αξίωμα της εγχώριας ολιγαρχίας τα τελευταία χρόνια, και πολύ περισσότερο στη διάρκεια της διετούς κρίσης, ότι η απάντηση στην κρίση του πολιτικού συστήματος, στην εξαχρείωση και την αναξιοπιστία των κομμάτων εξουσίας είναι η υπέρβαση του ανταγωνισμού τους, η συνεργασία τους πάνω στους «εθνικούς στόχους».
Ποτέ δεν μπήκαν στον κόπο να απαντήσουν οι υποστηρικτές αυτής της άποψης πώς η άθροιση τόσο κακών συντελεστών μπορεί να αποδώσει καλό άθροισμα, αλλά σημασία έχει ότι η κοινή γνώμη αποδεσμεύεται γρήγορα απ’ αυτή την ψευδαίσθηση.
ΑΚΟΜΗ μεγαλύτερη σημασία, όμως, έχει το γιατί διαλύεται αυτή η ψευδαίσθηση. Διαλύεται όχι μόνο γιατί επιβλήθηκε πραξικοπηματικά, ερήμην της κοινωνίας και με πρωτοφανείς εκβιασμούς, αλλά και γιατί η νέα μορφή δεν έλυσε το πρόβλημα του περιεχομένου. Και υπό «εθνική» συγκυβέρνηση η κοινωνία εξακολουθεί να απειλείται και να τρομοκρατείται με ίδιας ποιότητας και ταξικής έμπνευσης μέτρα κατά του λαϊκού εισοδήματος, της απασχόλησης, των δημοσίων αγαθών.
Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ένα διευρυνόμενο κομμάτι της κοινωνίας είναι το εξής απλούστατο: το ζήτημα δεν είναι ποιος, αλλά τι. Το θέμα δεν είναι ποιος, με ποιους συμμάχους και ποιες συνεργασίες κυβερνά, αλλά με ποια πολιτική. Αυτό το απλοϊκό ερώτημα είναι μια χρήσιμη επένδυση στο εγγύς μέλλον, όταν οι εκλογές και η αδυναμία της αυτοδυναμίας θα καταστήσουν πάλι επίκαιρες τις περί συναίνεσης των «εθνικών δυνάμεων» φλυαρίες.
ΤΟ ΙΔΙΟ ερώτημα, πάντως, μπορεί να τεθεί (και θα τεθεί) από την κοινή γνώμη και στην άλλη πλευρά του πολιτικού συστήματος, αυτή που κατά τεκμήριο βρίσκεται στο πλευρό της λαϊκής πλειοψηφίας. Δηλαδή στην αριστερά. Το θέμα της συνεργασίας της ως εναλλακτικής λύσης στην πολιτική της κοινωνικής καταστροφής και της ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας τίθεται από πολλούς πόλους της, καταγράφεται ως αίτημα από ένα σημαντικό τμήμα της κοινής γνώμης και τροφοδοτεί συγκεκριμένες, παράλληλες (και προς το παρόν ασύμπτωτες) πρωτοβουλίες και κινήσεις.
Ωστόσο κινδυνεύει να βρεθεί στον ίδιο παρονομαστή αποτυχίας και απόρριψης με αυτόν του αστικού σχεδίου «εθνικής συναίνεσης» αν δεν απαντά στο μονοσύλλαβο ερώτημα: «Τι;» «Τι θα κάνετε εσείς», τι θα έκανε μια κυβέρνηση της αριστεράς αν ο δημοσκοπικός αέρας της διαμαρτυρίας την έφερνε μια ανάσα από την κυβερνητική εξουσία;
Τι θα έκανε τώρα, τι θα έκανε αν υλοποιούνταν το σενάριο της «ολικής καταστροφής», με ανεξέλεγκτη χρεωκοπία, ανεξέλεγκτο διωγμό από το ευρώ, άτακτη επιστροφή στη δραχμή και σε ένα διεθνές περιβάλλον ολικής επαναφοράς στο 1929 και σε μια νέα Μεγάλη Ύφεση;
ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΣ έχω εκτεθεί αρκετά υποστηρίζοντας το επιθυμητό και το εφικτό της συνάντησης των τριών πόλων της αριστεράς, με όλους τους αυτοπροσδιορισμούς και τις ιδιαιτερότητές τους, σε μια θαρραλέα συνεργασία υπέρ της κοινωνίας. Κακά τα ψέματα, όμως, το θέμα είναι κι εδώ όχι μόνο το ποιος (και με ποιους), αλλά το τι (και για ποιους).
Και οι απαντήσεις που αποσπασματικά δίνονται από επίσημα αριστερά χείλη συχνά θυμίζουν εκθέσεις ιδεών και δεν μου εμπνέουν μεγάλη αισιοδοξία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου