Μερικές μέρες πριν τα Χριστούγεννα του 1988 ήμουν σχεδόν έτοιμος για την μεγάλη απόδραση προς το Κόκκινο Κέντρο. Δυο μήνες μετά την μετανάστευσή μου από την υγρή και πράσινη Αγγλία, θα πήγαινα στην κόκκινη, άνυδρη έρημο της Αυστραλίας. Έτσι, ολομόναχος. Μόνο και μόνο για να αφουγκραστώ, μακρυά από τους ουρανοξύστες και τα επιφαινόμενα δημιουργήματα των ευρωπαίων στα παράλια της νέας μου χώρας, την αρχαιότερη (γεωλογικά) ήπειρο. Φοβισμένος από τις προειδοποιήσεις πως εκεί που πάω μπορεί να κάνω χίλια χιλιόμετρα χωρίς να δω άνθρωπο, φόρτωσα στο πορτμπαγκάζ του τερατώδους βαριά μεταχειρισμένου Holden ένα φορητό ντεπόζιτο βενζίνης, τρεις ρεζέρβες, λίγα εργαλεία, μια βαλίτσα κι έναν χάρτη.
Μέσα από το παρμπρίζ ξετυλίχτηκε σαν road movie το κλασικό τοπίο της Νοτιοανατολικής Αυστραλίας που χάνεις οδηγώντας προς το Κέντρο. Πυκνά δάση ευκαλύπτων στην αρχή, πράσινα υψίπεδα με λιγότερα δέντρα στα διακόσια χιλιόμετρα και βουκολικές σκηνές που θυμίζουν βόρεια Ευρώπη λίγο πιο μετά. Μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα αργότερα, ο δρόμος συρρικνώνεται σε πλάτος, η θερμοκρασία χτυπά τους τριάντα, το τοπίο αρχίζει να καφετίζει και η μοναχική πορεία του αυτοκίνητου διακόπτεται που και που από στιγμές κορυφαίου πανικού που προκαλούν επερχόμενα θηριώδη φορτηγά έτσι όπως απαιτούν, και το καταφέρνουν, να βγάλεις εσύ τις δυο αριστερές ρόδες εκτός ασφάλτου για να περάσουν. Στα χίλια χιλιόμετρα από το Sydney το τοπίο έχει γίνει βαθύ κόκκινο, ο δρόμος γίνεται ευθεία και, λίγο-λίγο, μεταφέρεσαι στο σκηνικό του Mad Max.
Στα χίλια πεντακόσια χιλιόμετρα, με τα βλέφαρα ασήκωτα, αντίκρισα την πρώτη μου στάση. Δεν ήταν καν χωριό. Ένα βενζινάδικο, ένα μπακάλικο, ένα άλλο κτήριο απροσδιόριστης χρήσης και, βεβαίως, το μεγάλο, εντυπωσιακό, παρακμάζον ξύλινο, τριώροφο Hotel. Έτσι ονομάζουν στην Αυστραλία τα μπαρ: ξενοδοχεία, τα οποία θυμίζουν περισσότερο αμερικανικά saloons παρά μπαρ. Κι αυτό επειδή στον 19ο αιώνα οι πουριτανοί είχαν το πάνω χέρι στα κοινοβούλια των τότε αποικιών και, στην προσπάθειά τους να εισαγάγουν την ποτοαπαγόρευση, απαγόρευσαν την αγορά οινοπνευματωδών με εξαίρεση τους… ταξιδιώτες. Να πως ξεφύτρωσαν εντυπωσιακά «ξενοδοχεία» (με τρία δωμάτια προς ενοικίαση, όπως απαιτούσε ο νόμος) στις ξεχασμένες εκείνες γωνιές της γης.
«Welcome mite» ακούω να λέει ο μπάρμαν-ιδιοκτήτης, ένας κατακόκκινος από τον ήλιο και το οινόπνευμα, χαμογελαστός, εξηντάρης (που αποδείχθηκε 45άρης) ονόματι Brad. Το saloon τεράστιο, με ατμόσφαιρα 19ου αιώνα, τεράστιους βρώμικους καθρέπτες στους τοίχους, βαριά έπιπλα που πριν δεκαετίες θα ήταν η αποθέωση της χλιδής, σκηνή επί της οποίας κάποτε θα ανέβαιναν παραστάσεις καμπαρέ, σκόνη παντού, αλλά και μια υφέρπουσα αρχοντιά. Χρόνια μετά το ξαναείδα το σκηνικό. Όχι επειδή επέστεψα αλλά επειδή χρησιμοποιήθηκε πράγματι ως σκηνικό στην ταινία Priscilla: Queen of the Desert (αν δεν την έχετε δει, δείτε την). Οι μόνες ψυχές στον τεράστιο χώρο (από του οποίου την μεγάλη στριφογυριστή ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στο δωμάτιό μου θα ταίριαζε να κατέβει η Rita Hayworth) ήταν ο Brad, εγώ, ένας οδηγός φορτηγού που ξαπόσταινε ξεκοκκαλίζοντας μια μπριζόλα και, στο βάθος του saloon ένα ζευγάρι ηλικιωμένων aborigines που έπιναν την μπύρα τους κοιτάζοντας ο ένας στα μάτια την άλλη.
Βλέποντάς με να παρατηρώ τον χώρο, την ώρα που μανιωδώς προσπαθούσε να στεγνώσει με ένα πανί το ποτήρι μπύρας που μόλις έπλυνε ετοιμάζοντας να με σερβίρει, ο Brad ένιωσε την ανάγκη να μου πει την ιστορία: Στα 1900 χτύπησαν φλέβα χρυσού στην περιοχή. Για δέκα χρόνια, μια πόλη δέκα χιλιάδων ψυχών ορθώθηκε αυθόρμητα και το ίδιο αυθόρμητα εξαφανίστηκε όταν ανακαλύφθηκαν πολύ πλουσιότερες φλέβες μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα παρακάτω. Το ξενοδοχείο του είναι το μόνο που έμεινε για να θυμίζει εκείνη την αναλαμπή.
Έκατσα στο μπαρ, δίπλα στον αμίλητο, στωικό φορτηγατζή, για να μπορεί ο Brad να μιλάει ακατάπαυστα χωρίς να πηγαινοέρχεται καθώς ετοίμαζε το burger μου. Οι ιστορίες του είχαν την αξία εγκυκλοπαίδειας, τουλάχιστον για τον ξένο που πάει στα μέρα εκείνα για να μάθει. Άκουγα προσεκτικά πίνοντας την μπύρα που μου σέρβιρε, προσπαθώντας να κρύψω το ότι δεν είμαι φίλος της Κίτρινης, για τους Αυστραλούς, Θεάς. (Η σχέση μας θα είχε, φυσικά, διαρραγεί απότομα και μόνιμα αν είχα αποκαλύψει ότι δεν πίνω μπύρα.) Θα τον άφηνα να μιλά για ώρες αν δεν είχε διακοπεί η κουβέντα μας από το πιο αναπάντεχο που μπορούσε να μου συμβεί εκείνη την στιγμή.
Με την άκρη του ματιού μου είδα κίνηση στο βάθος. Ήταν ο ηλικιωμένος aborigine που είχε σηκωθεί για να πάει προς ένα έπιπλο όπου βρισκόταν ένα παλιό πικ απ. Σαν εκείνα που είχαμε στα δωμάτια μας παιδιά, αν και όσοι θυμάστε: από εκείνα που τα ηχεία ήταν στο καπάκι τους το οποίο το έβγαζες, αποκαλύπτοντας από κάτω το πλατώ και τον βραχίονα, κατόπιν τοποθετούσες το καπάκι όρθιο, κάθετα (δίπλα στο πικ απ) και έπαιζες τους δίσκους σου. Τον είδα να παίρνει ένα 45άρι βινύλιο, να το σκουπίζει στο μπλουζάκι του και να το τοποθετεί στο πλατώ, ψάχνοντας να βρει πως θα συνδέσει την πρίζα στον τοίχο. Δεν έδωσα σημασία, γυρίζοντας το κεφάλι ξανά προς τον Brad ο οποίος αδημονούσε να συνεχίσει την ιστορία του για τα χρυσορυχεία που δεν υπάρχουν πια. Και τότε το άκουσα.
Σαν σε όνειρο άκουσα μια μελωδία που πήρε ατελείωτα δέκατα του δευτερολέπτου να αναγνωρίσω. Μου φαίνεται ότι το μυαλό μου την αναγνώρισε αφού είχα στραφεί και πάλι προς τα πίσω και είχα δει το ζευγάρι των aboriginals να χορεύουν βαλς, εξακολουθώντας να κοιτιούνται στα μάτια. Μετά από την κιθάρα της εισαγωγής δεν υπήρχε αμφιβολία. Ήταν η φωνή της Αρλέτας που τραγούδαγε: «Νύχτα βροχερή άδειο το χέρι ψάχνει να σε βρει μα δεν το ξέρει, που θα σε βρει…» Έμεινα άναυδος. Απορία. Ου πόρος: πως είναι δυνατόν να βρέθηκε «πόρος» μεταξύ εκείνου του κόσμου που είχα αφήσει πίσω και εκείνου στον οποίο βρισκόμουν; Μπορεί να ακούω Αρλέτα, σκέφτηκα; Κι όμως. «Μια φορά θυμάμαι μ’ αγαπούσες, τώρα βροχή» επέμενε εκείνη να τραγουδά μέσα από τα τριζάτα ηχεία του καπακιού σε ένα τοπίο που δεν έχει βρέξει ογδόντα χρόνια. Κι όμως. Το ζευγάρι χόρευε υπό αυτή την μελωδία, με αυτά τα λόγια να αντηχούν στο άδειο saloon, κοιτάζοντας ο ένας στα μάτια την άλλη, στροβιλίζοντας με χάρη και χαρά, αποφεύγοντας τα σκονισμένα τραπέζια χωρίς καν να τα κοιτούν.
Όταν το 45άρι τελείωσε, σηκώθηκα, πλησίασα το ζευγάρι και τους ρώτησα αν ξέρουν τι είναι αυτή η μουσική. Η γυναίκα μου χαμογέλασε λέγοντας: «It’s our song.” «Ναι, αλλά ξέρετε τι είναι αυτό το τραγούδι, ποια η τραγουδίστρια, τι γλώσσα τραγουδάει;» Δεν ήξεραν αλλά και δεν τους ενδιέφερε. «Βρήκαμε τον δίσκο αυτόν πριν μια δεκαετία. Κάποιος περαστικός θα τον ξέχασε», μου είπε ο άντρας διασκεδάζοντας το ύφος απορίας που σίγουρα ήταν ζωγραφισμένο στο πρόσωπό μου. «Μην μας πεις τι είναι», πρόσθεσε. «It’s better this way”, μου είπε η κυρία του πριν με χαϊδέψει στον ώμο και φύγουν.
Την στιγμή διέκοψε ο Brad που επέμενε να συνεχίσει την ιστορία με το χρυσορυχείο που τόσο εφήμερα πέρασε από τα μέρη του. Έκανα ότι τον άκουγα, όμως στο μυαλό μου στριφογύριζε η εικόνα κάποιου έλληνα που δέκα χρόνια πριν ξέχναγε ένα 45άρι της Αρλέτας σε εκείνο το saloon. «Που να βρίσκεται άραγε;» αναρωτιόμουν.
Επίλογος πρώτος
Τρία χρόνια μετά, το 1991, μιλούσα με φοιτητές μου στο Πανεπιστήμιο του Sydney και τους ανέφερα την ιστορία αυτή. Φαίνεται ότι τους άρεσε. Μου το θύμισαν το 1994 στέλνοντάς μου ένα CD με τίτλο Praise (το συγκρότημά τους λέγεται Dirty Three). Ήταν το soundtrack μιας ομώνυμης (καλής low budget) ταινίας όπου το βασικό κομμάτι (μια πολύ βαριά ροκιά) είναι διασκευή τού… «Μια φορά θυμάμαι μ’ αγαπούσες» της Αρλέτας. Όταν τελικά είδα την ταινία, δεν πίστευα στα μάτια μου. Η σκηνή με το ζευγάρι των aborigines είχε παρεισφρήσει στην ταινία – όχι όπως την έζησα αλλά αρκετά πιστά. Στο τέλος της ταινίας μάλιστα, εκεί που πέφτουν οι τίτλοι, είχαν βάλει το original τραγούδι να συνοδεύει τους θεατές προς την έξοδο.
Επίλογος δεύτερος
Δεν ξέρω γιατί αποφάσισα το τελευταίο μου άρθρο εδώ στο protagon για το 2011 να αφιερωθεί σε αυτή την ιστορία. Ίσως είναι επειδή βρίσκομαι και πάλι στην Αυστραλία είκοσι τρία Χριστούγεννα μετά. Ίσως επειδή η ιστορία αυτή λέει κάτι για τον «πόρο» που, όσο κατατρεγμένη κι αν είναι η μικρή μας χώρα, την συνδέει με όλες τις γωνιές, όλους τους ανθρώπους αυτού του πλανήτη.
Μερικές μέρες πριν τα Χριστούγεννα του 1988 ήμουν σχεδόν έτοιμος για την μεγάλη απόδραση προς το Κόκκινο Κέντρο. Δυο μήνες μετά την μετανάστευσή μου από την υγρή και πράσινη Αγγλία, θα πήγαινα στην κόκκινη, άνυδρη έρημο της Αυστραλίας. Έτσι, ολομόναχος. Μόνο και μόνο για να αφουγκραστώ, μακρυά από τους ουρανοξύστες και τα επιφαινόμενα δημιουργήματα των ευρωπαίων στα παράλια της νέας μου χώρας, την αρχαιότερη (γεωλογικά) ήπειρο. Φοβισμένος από τις προειδοποιήσεις πως εκεί που πάω μπορεί να κάνω χίλια χιλιόμετρα χωρίς να δω άνθρωπο, φόρτωσα στο πορτμπαγκάζ του τερατώδους βαριά μεταχειρισμένου Holden ένα φορητό ντεπόζιτο βενζίνης, τρεις ρεζέρβες, λίγα εργαλεία, μια βαλίτσα κι έναν χάρτη.
Μέσα από το παρμπρίζ ξετυλίχτηκε σαν road movie το κλασικό τοπίο της Νοτιοανατολικής Αυστραλίας που χάνεις οδηγώντας προς το Κέντρο. Πυκνά δάση ευκαλύπτων στην αρχή, πράσινα υψίπεδα με λιγότερα δέντρα στα διακόσια χιλιόμετρα και βουκολικές σκηνές που θυμίζουν βόρεια Ευρώπη λίγο πιο μετά. Μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα αργότερα, ο δρόμος συρρικνώνεται σε πλάτος, η θερμοκρασία χτυπά τους τριάντα, το τοπίο αρχίζει να καφετίζει και η μοναχική πορεία του αυτοκίνητου διακόπτεται που και που από στιγμές κορυφαίου πανικού που προκαλούν επερχόμενα θηριώδη φορτηγά έτσι όπως απαιτούν, και το καταφέρνουν, να βγάλεις εσύ τις δυο αριστερές ρόδες εκτός ασφάλτου για να περάσουν. Στα χίλια χιλιόμετρα από το Sydney το τοπίο έχει γίνει βαθύ κόκκινο, ο δρόμος γίνεται ευθεία και, λίγο-λίγο, μεταφέρεσαι στο σκηνικό του Mad Max.
Στα χίλια πεντακόσια χιλιόμετρα, με τα βλέφαρα ασήκωτα, αντίκρισα την πρώτη μου στάση. Δεν ήταν καν χωριό. Ένα βενζινάδικο, ένα μπακάλικο, ένα άλλο κτήριο απροσδιόριστης χρήσης και, βεβαίως, το μεγάλο, εντυπωσιακό, παρακμάζον ξύλινο, τριώροφο Hotel. Έτσι ονομάζουν στην Αυστραλία τα μπαρ: ξενοδοχεία, τα οποία θυμίζουν περισσότερο αμερικανικά saloons παρά μπαρ. Κι αυτό επειδή στον 19ο αιώνα οι πουριτανοί είχαν το πάνω χέρι στα κοινοβούλια των τότε αποικιών και, στην προσπάθειά τους να εισαγάγουν την ποτοαπαγόρευση, απαγόρευσαν την αγορά οινοπνευματωδών με εξαίρεση τους… ταξιδιώτες. Να πως ξεφύτρωσαν εντυπωσιακά «ξενοδοχεία» (με τρία δωμάτια προς ενοικίαση, όπως απαιτούσε ο νόμος) στις ξεχασμένες εκείνες γωνιές της γης.
«Welcome mite» ακούω να λέει ο μπάρμαν-ιδιοκτήτης, ένας κατακόκκινος από τον ήλιο και το οινόπνευμα, χαμογελαστός, εξηντάρης (που αποδείχθηκε 45άρης) ονόματι Brad. Το saloon τεράστιο, με ατμόσφαιρα 19ου αιώνα, τεράστιους βρώμικους καθρέπτες στους τοίχους, βαριά έπιπλα που πριν δεκαετίες θα ήταν η αποθέωση της χλιδής, σκηνή επί της οποίας κάποτε θα ανέβαιναν παραστάσεις καμπαρέ, σκόνη παντού, αλλά και μια υφέρπουσα αρχοντιά. Χρόνια μετά το ξαναείδα το σκηνικό. Όχι επειδή επέστεψα αλλά επειδή χρησιμοποιήθηκε πράγματι ως σκηνικό στην ταινία Priscilla: Queen of the Desert (αν δεν την έχετε δει, δείτε την). Οι μόνες ψυχές στον τεράστιο χώρο (από του οποίου την μεγάλη στριφογυριστή ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στο δωμάτιό μου θα ταίριαζε να κατέβει η Rita Hayworth) ήταν ο Brad, εγώ, ένας οδηγός φορτηγού που ξαπόσταινε ξεκοκκαλίζοντας μια μπριζόλα και, στο βάθος του saloon ένα ζευγάρι ηλικιωμένων aborigines που έπιναν την μπύρα τους κοιτάζοντας ο ένας στα μάτια την άλλη.
Βλέποντάς με να παρατηρώ τον χώρο, την ώρα που μανιωδώς προσπαθούσε να στεγνώσει με ένα πανί το ποτήρι μπύρας που μόλις έπλυνε ετοιμάζοντας να με σερβίρει, ο Brad ένιωσε την ανάγκη να μου πει την ιστορία: Στα 1900 χτύπησαν φλέβα χρυσού στην περιοχή. Για δέκα χρόνια, μια πόλη δέκα χιλιάδων ψυχών ορθώθηκε αυθόρμητα και το ίδιο αυθόρμητα εξαφανίστηκε όταν ανακαλύφθηκαν πολύ πλουσιότερες φλέβες μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα παρακάτω. Το ξενοδοχείο του είναι το μόνο που έμεινε για να θυμίζει εκείνη την αναλαμπή.
Έκατσα στο μπαρ, δίπλα στον αμίλητο, στωικό φορτηγατζή, για να μπορεί ο Brad να μιλάει ακατάπαυστα χωρίς να πηγαινοέρχεται καθώς ετοίμαζε το burger μου. Οι ιστορίες του είχαν την αξία εγκυκλοπαίδειας, τουλάχιστον για τον ξένο που πάει στα μέρα εκείνα για να μάθει. Άκουγα προσεκτικά πίνοντας την μπύρα που μου σέρβιρε, προσπαθώντας να κρύψω το ότι δεν είμαι φίλος της Κίτρινης, για τους Αυστραλούς, Θεάς. (Η σχέση μας θα είχε, φυσικά, διαρραγεί απότομα και μόνιμα αν είχα αποκαλύψει ότι δεν πίνω μπύρα.) Θα τον άφηνα να μιλά για ώρες αν δεν είχε διακοπεί η κουβέντα μας από το πιο αναπάντεχο που μπορούσε να μου συμβεί εκείνη την στιγμή.
Με την άκρη του ματιού μου είδα κίνηση στο βάθος. Ήταν ο ηλικιωμένος aborigine που είχε σηκωθεί για να πάει προς ένα έπιπλο όπου βρισκόταν ένα παλιό πικ απ. Σαν εκείνα που είχαμε στα δωμάτια μας παιδιά, αν και όσοι θυμάστε: από εκείνα που τα ηχεία ήταν στο καπάκι τους το οποίο το έβγαζες, αποκαλύπτοντας από κάτω το πλατώ και τον βραχίονα, κατόπιν τοποθετούσες το καπάκι όρθιο, κάθετα (δίπλα στο πικ απ) και έπαιζες τους δίσκους σου. Τον είδα να παίρνει ένα 45άρι βινύλιο, να το σκουπίζει στο μπλουζάκι του και να το τοποθετεί στο πλατώ, ψάχνοντας να βρει πως θα συνδέσει την πρίζα στον τοίχο. Δεν έδωσα σημασία, γυρίζοντας το κεφάλι ξανά προς τον Brad ο οποίος αδημονούσε να συνεχίσει την ιστορία του για τα χρυσορυχεία που δεν υπάρχουν πια. Και τότε το άκουσα.
Σαν σε όνειρο άκουσα μια μελωδία που πήρε ατελείωτα δέκατα του δευτερολέπτου να αναγνωρίσω. Μου φαίνεται ότι το μυαλό μου την αναγνώρισε αφού είχα στραφεί και πάλι προς τα πίσω και είχα δει το ζευγάρι των aboriginals να χορεύουν βαλς, εξακολουθώντας να κοιτιούνται στα μάτια. Μετά από την κιθάρα της εισαγωγής δεν υπήρχε αμφιβολία. Ήταν η φωνή της Αρλέτας που τραγούδαγε: «Νύχτα βροχερή άδειο το χέρι ψάχνει να σε βρει μα δεν το ξέρει, που θα σε βρει…» Έμεινα άναυδος. Απορία. Ου πόρος: πως είναι δυνατόν να βρέθηκε «πόρος» μεταξύ εκείνου του κόσμου που είχα αφήσει πίσω και εκείνου στον οποίο βρισκόμουν; Μπορεί να ακούω Αρλέτα, σκέφτηκα; Κι όμως. «Μια φορά θυμάμαι μ’ αγαπούσες, τώρα βροχή» επέμενε εκείνη να τραγουδά μέσα από τα τριζάτα ηχεία του καπακιού σε ένα τοπίο που δεν έχει βρέξει ογδόντα χρόνια. Κι όμως. Το ζευγάρι χόρευε υπό αυτή την μελωδία, με αυτά τα λόγια να αντηχούν στο άδειο saloon, κοιτάζοντας ο ένας στα μάτια την άλλη, στροβιλίζοντας με χάρη και χαρά, αποφεύγοντας τα σκονισμένα τραπέζια χωρίς καν να τα κοιτούν.
Όταν το 45άρι τελείωσε, σηκώθηκα, πλησίασα το ζευγάρι και τους ρώτησα αν ξέρουν τι είναι αυτή η μουσική. Η γυναίκα μου χαμογέλασε λέγοντας: «It’s our song.” «Ναι, αλλά ξέρετε τι είναι αυτό το τραγούδι, ποια η τραγουδίστρια, τι γλώσσα τραγουδάει;» Δεν ήξεραν αλλά και δεν τους ενδιέφερε. «Βρήκαμε τον δίσκο αυτόν πριν μια δεκαετία. Κάποιος περαστικός θα τον ξέχασε», μου είπε ο άντρας διασκεδάζοντας το ύφος απορίας που σίγουρα ήταν ζωγραφισμένο στο πρόσωπό μου. «Μην μας πεις τι είναι», πρόσθεσε. «It’s better this way”, μου είπε η κυρία του πριν με χαϊδέψει στον ώμο και φύγουν.
Την στιγμή διέκοψε ο Brad που επέμενε να συνεχίσει την ιστορία με το χρυσορυχείο που τόσο εφήμερα πέρασε από τα μέρη του. Έκανα ότι τον άκουγα, όμως στο μυαλό μου στριφογύριζε η εικόνα κάποιου έλληνα που δέκα χρόνια πριν ξέχναγε ένα 45άρι της Αρλέτας σε εκείνο το saloon. «Που να βρίσκεται άραγε;» αναρωτιόμουν.
Επίλογος πρώτος
Τρία χρόνια μετά, το 1991, μιλούσα με φοιτητές μου στο Πανεπιστήμιο του Sydney και τους ανέφερα την ιστορία αυτή. Φαίνεται ότι τους άρεσε. Μου το θύμισαν το 1994 στέλνοντάς μου ένα CD με τίτλο Praise (το συγκρότημά τους λέγεται Dirty Three). Ήταν το soundtrack μιας ομώνυμης (καλής low budget) ταινίας όπου το βασικό κομμάτι (μια πολύ βαριά ροκιά) είναι διασκευή τού… «Μια φορά θυμάμαι μ’ αγαπούσες» της Αρλέτας. Όταν τελικά είδα την ταινία, δεν πίστευα στα μάτια μου. Η σκηνή με το ζευγάρι των aborigines είχε παρεισφρήσει στην ταινία – όχι όπως την έζησα αλλά αρκετά πιστά. Στο τέλος της ταινίας μάλιστα, εκεί που πέφτουν οι τίτλοι, είχαν βάλει το original τραγούδι να συνοδεύει τους θεατές προς την έξοδο.
Επίλογος δεύτερος
Δεν ξέρω γιατί αποφάσισα το τελευταίο μου άρθρο εδώ στο protagon για το 2011 να αφιερωθεί σε αυτή την ιστορία. Ίσως είναι επειδή βρίσκομαι και πάλι στην Αυστραλία είκοσι τρία Χριστούγεννα μετά. Ίσως επειδή η ιστορία αυτή λέει κάτι για τον «πόρο» που, όσο κατατρεγμένη κι αν είναι η μικρή μας χώρα, την συνδέει με όλες τις γωνιές, όλους τους ανθρώπους αυτού του πλανήτη.
ένα άρθρο των πρωταγωνιστών
Μέσα από το παρμπρίζ ξετυλίχτηκε σαν road movie το κλασικό τοπίο της Νοτιοανατολικής Αυστραλίας που χάνεις οδηγώντας προς το Κέντρο. Πυκνά δάση ευκαλύπτων στην αρχή, πράσινα υψίπεδα με λιγότερα δέντρα στα διακόσια χιλιόμετρα και βουκολικές σκηνές που θυμίζουν βόρεια Ευρώπη λίγο πιο μετά. Μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα αργότερα, ο δρόμος συρρικνώνεται σε πλάτος, η θερμοκρασία χτυπά τους τριάντα, το τοπίο αρχίζει να καφετίζει και η μοναχική πορεία του αυτοκίνητου διακόπτεται που και που από στιγμές κορυφαίου πανικού που προκαλούν επερχόμενα θηριώδη φορτηγά έτσι όπως απαιτούν, και το καταφέρνουν, να βγάλεις εσύ τις δυο αριστερές ρόδες εκτός ασφάλτου για να περάσουν. Στα χίλια χιλιόμετρα από το Sydney το τοπίο έχει γίνει βαθύ κόκκινο, ο δρόμος γίνεται ευθεία και, λίγο-λίγο, μεταφέρεσαι στο σκηνικό του Mad Max.
Στα χίλια πεντακόσια χιλιόμετρα, με τα βλέφαρα ασήκωτα, αντίκρισα την πρώτη μου στάση. Δεν ήταν καν χωριό. Ένα βενζινάδικο, ένα μπακάλικο, ένα άλλο κτήριο απροσδιόριστης χρήσης και, βεβαίως, το μεγάλο, εντυπωσιακό, παρακμάζον ξύλινο, τριώροφο Hotel. Έτσι ονομάζουν στην Αυστραλία τα μπαρ: ξενοδοχεία, τα οποία θυμίζουν περισσότερο αμερικανικά saloons παρά μπαρ. Κι αυτό επειδή στον 19ο αιώνα οι πουριτανοί είχαν το πάνω χέρι στα κοινοβούλια των τότε αποικιών και, στην προσπάθειά τους να εισαγάγουν την ποτοαπαγόρευση, απαγόρευσαν την αγορά οινοπνευματωδών με εξαίρεση τους… ταξιδιώτες. Να πως ξεφύτρωσαν εντυπωσιακά «ξενοδοχεία» (με τρία δωμάτια προς ενοικίαση, όπως απαιτούσε ο νόμος) στις ξεχασμένες εκείνες γωνιές της γης.
«Welcome mite» ακούω να λέει ο μπάρμαν-ιδιοκτήτης, ένας κατακόκκινος από τον ήλιο και το οινόπνευμα, χαμογελαστός, εξηντάρης (που αποδείχθηκε 45άρης) ονόματι Brad. Το saloon τεράστιο, με ατμόσφαιρα 19ου αιώνα, τεράστιους βρώμικους καθρέπτες στους τοίχους, βαριά έπιπλα που πριν δεκαετίες θα ήταν η αποθέωση της χλιδής, σκηνή επί της οποίας κάποτε θα ανέβαιναν παραστάσεις καμπαρέ, σκόνη παντού, αλλά και μια υφέρπουσα αρχοντιά. Χρόνια μετά το ξαναείδα το σκηνικό. Όχι επειδή επέστεψα αλλά επειδή χρησιμοποιήθηκε πράγματι ως σκηνικό στην ταινία Priscilla: Queen of the Desert (αν δεν την έχετε δει, δείτε την). Οι μόνες ψυχές στον τεράστιο χώρο (από του οποίου την μεγάλη στριφογυριστή ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στο δωμάτιό μου θα ταίριαζε να κατέβει η Rita Hayworth) ήταν ο Brad, εγώ, ένας οδηγός φορτηγού που ξαπόσταινε ξεκοκκαλίζοντας μια μπριζόλα και, στο βάθος του saloon ένα ζευγάρι ηλικιωμένων aborigines που έπιναν την μπύρα τους κοιτάζοντας ο ένας στα μάτια την άλλη.
Βλέποντάς με να παρατηρώ τον χώρο, την ώρα που μανιωδώς προσπαθούσε να στεγνώσει με ένα πανί το ποτήρι μπύρας που μόλις έπλυνε ετοιμάζοντας να με σερβίρει, ο Brad ένιωσε την ανάγκη να μου πει την ιστορία: Στα 1900 χτύπησαν φλέβα χρυσού στην περιοχή. Για δέκα χρόνια, μια πόλη δέκα χιλιάδων ψυχών ορθώθηκε αυθόρμητα και το ίδιο αυθόρμητα εξαφανίστηκε όταν ανακαλύφθηκαν πολύ πλουσιότερες φλέβες μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα παρακάτω. Το ξενοδοχείο του είναι το μόνο που έμεινε για να θυμίζει εκείνη την αναλαμπή.
Έκατσα στο μπαρ, δίπλα στον αμίλητο, στωικό φορτηγατζή, για να μπορεί ο Brad να μιλάει ακατάπαυστα χωρίς να πηγαινοέρχεται καθώς ετοίμαζε το burger μου. Οι ιστορίες του είχαν την αξία εγκυκλοπαίδειας, τουλάχιστον για τον ξένο που πάει στα μέρα εκείνα για να μάθει. Άκουγα προσεκτικά πίνοντας την μπύρα που μου σέρβιρε, προσπαθώντας να κρύψω το ότι δεν είμαι φίλος της Κίτρινης, για τους Αυστραλούς, Θεάς. (Η σχέση μας θα είχε, φυσικά, διαρραγεί απότομα και μόνιμα αν είχα αποκαλύψει ότι δεν πίνω μπύρα.) Θα τον άφηνα να μιλά για ώρες αν δεν είχε διακοπεί η κουβέντα μας από το πιο αναπάντεχο που μπορούσε να μου συμβεί εκείνη την στιγμή.
Με την άκρη του ματιού μου είδα κίνηση στο βάθος. Ήταν ο ηλικιωμένος aborigine που είχε σηκωθεί για να πάει προς ένα έπιπλο όπου βρισκόταν ένα παλιό πικ απ. Σαν εκείνα που είχαμε στα δωμάτια μας παιδιά, αν και όσοι θυμάστε: από εκείνα που τα ηχεία ήταν στο καπάκι τους το οποίο το έβγαζες, αποκαλύπτοντας από κάτω το πλατώ και τον βραχίονα, κατόπιν τοποθετούσες το καπάκι όρθιο, κάθετα (δίπλα στο πικ απ) και έπαιζες τους δίσκους σου. Τον είδα να παίρνει ένα 45άρι βινύλιο, να το σκουπίζει στο μπλουζάκι του και να το τοποθετεί στο πλατώ, ψάχνοντας να βρει πως θα συνδέσει την πρίζα στον τοίχο. Δεν έδωσα σημασία, γυρίζοντας το κεφάλι ξανά προς τον Brad ο οποίος αδημονούσε να συνεχίσει την ιστορία του για τα χρυσορυχεία που δεν υπάρχουν πια. Και τότε το άκουσα.
Σαν σε όνειρο άκουσα μια μελωδία που πήρε ατελείωτα δέκατα του δευτερολέπτου να αναγνωρίσω. Μου φαίνεται ότι το μυαλό μου την αναγνώρισε αφού είχα στραφεί και πάλι προς τα πίσω και είχα δει το ζευγάρι των aboriginals να χορεύουν βαλς, εξακολουθώντας να κοιτιούνται στα μάτια. Μετά από την κιθάρα της εισαγωγής δεν υπήρχε αμφιβολία. Ήταν η φωνή της Αρλέτας που τραγούδαγε: «Νύχτα βροχερή άδειο το χέρι ψάχνει να σε βρει μα δεν το ξέρει, που θα σε βρει…» Έμεινα άναυδος. Απορία. Ου πόρος: πως είναι δυνατόν να βρέθηκε «πόρος» μεταξύ εκείνου του κόσμου που είχα αφήσει πίσω και εκείνου στον οποίο βρισκόμουν; Μπορεί να ακούω Αρλέτα, σκέφτηκα; Κι όμως. «Μια φορά θυμάμαι μ’ αγαπούσες, τώρα βροχή» επέμενε εκείνη να τραγουδά μέσα από τα τριζάτα ηχεία του καπακιού σε ένα τοπίο που δεν έχει βρέξει ογδόντα χρόνια. Κι όμως. Το ζευγάρι χόρευε υπό αυτή την μελωδία, με αυτά τα λόγια να αντηχούν στο άδειο saloon, κοιτάζοντας ο ένας στα μάτια την άλλη, στροβιλίζοντας με χάρη και χαρά, αποφεύγοντας τα σκονισμένα τραπέζια χωρίς καν να τα κοιτούν.
Όταν το 45άρι τελείωσε, σηκώθηκα, πλησίασα το ζευγάρι και τους ρώτησα αν ξέρουν τι είναι αυτή η μουσική. Η γυναίκα μου χαμογέλασε λέγοντας: «It’s our song.” «Ναι, αλλά ξέρετε τι είναι αυτό το τραγούδι, ποια η τραγουδίστρια, τι γλώσσα τραγουδάει;» Δεν ήξεραν αλλά και δεν τους ενδιέφερε. «Βρήκαμε τον δίσκο αυτόν πριν μια δεκαετία. Κάποιος περαστικός θα τον ξέχασε», μου είπε ο άντρας διασκεδάζοντας το ύφος απορίας που σίγουρα ήταν ζωγραφισμένο στο πρόσωπό μου. «Μην μας πεις τι είναι», πρόσθεσε. «It’s better this way”, μου είπε η κυρία του πριν με χαϊδέψει στον ώμο και φύγουν.
Την στιγμή διέκοψε ο Brad που επέμενε να συνεχίσει την ιστορία με το χρυσορυχείο που τόσο εφήμερα πέρασε από τα μέρη του. Έκανα ότι τον άκουγα, όμως στο μυαλό μου στριφογύριζε η εικόνα κάποιου έλληνα που δέκα χρόνια πριν ξέχναγε ένα 45άρι της Αρλέτας σε εκείνο το saloon. «Που να βρίσκεται άραγε;» αναρωτιόμουν.
Επίλογος πρώτος
Τρία χρόνια μετά, το 1991, μιλούσα με φοιτητές μου στο Πανεπιστήμιο του Sydney και τους ανέφερα την ιστορία αυτή. Φαίνεται ότι τους άρεσε. Μου το θύμισαν το 1994 στέλνοντάς μου ένα CD με τίτλο Praise (το συγκρότημά τους λέγεται Dirty Three). Ήταν το soundtrack μιας ομώνυμης (καλής low budget) ταινίας όπου το βασικό κομμάτι (μια πολύ βαριά ροκιά) είναι διασκευή τού… «Μια φορά θυμάμαι μ’ αγαπούσες» της Αρλέτας. Όταν τελικά είδα την ταινία, δεν πίστευα στα μάτια μου. Η σκηνή με το ζευγάρι των aborigines είχε παρεισφρήσει στην ταινία – όχι όπως την έζησα αλλά αρκετά πιστά. Στο τέλος της ταινίας μάλιστα, εκεί που πέφτουν οι τίτλοι, είχαν βάλει το original τραγούδι να συνοδεύει τους θεατές προς την έξοδο.
Επίλογος δεύτερος
Δεν ξέρω γιατί αποφάσισα το τελευταίο μου άρθρο εδώ στο protagon για το 2011 να αφιερωθεί σε αυτή την ιστορία. Ίσως είναι επειδή βρίσκομαι και πάλι στην Αυστραλία είκοσι τρία Χριστούγεννα μετά. Ίσως επειδή η ιστορία αυτή λέει κάτι για τον «πόρο» που, όσο κατατρεγμένη κι αν είναι η μικρή μας χώρα, την συνδέει με όλες τις γωνιές, όλους τους ανθρώπους αυτού του πλανήτη.
Μερικές μέρες πριν τα Χριστούγεννα του 1988 ήμουν σχεδόν έτοιμος για την μεγάλη απόδραση προς το Κόκκινο Κέντρο. Δυο μήνες μετά την μετανάστευσή μου από την υγρή και πράσινη Αγγλία, θα πήγαινα στην κόκκινη, άνυδρη έρημο της Αυστραλίας. Έτσι, ολομόναχος. Μόνο και μόνο για να αφουγκραστώ, μακρυά από τους ουρανοξύστες και τα επιφαινόμενα δημιουργήματα των ευρωπαίων στα παράλια της νέας μου χώρας, την αρχαιότερη (γεωλογικά) ήπειρο. Φοβισμένος από τις προειδοποιήσεις πως εκεί που πάω μπορεί να κάνω χίλια χιλιόμετρα χωρίς να δω άνθρωπο, φόρτωσα στο πορτμπαγκάζ του τερατώδους βαριά μεταχειρισμένου Holden ένα φορητό ντεπόζιτο βενζίνης, τρεις ρεζέρβες, λίγα εργαλεία, μια βαλίτσα κι έναν χάρτη.
Μέσα από το παρμπρίζ ξετυλίχτηκε σαν road movie το κλασικό τοπίο της Νοτιοανατολικής Αυστραλίας που χάνεις οδηγώντας προς το Κέντρο. Πυκνά δάση ευκαλύπτων στην αρχή, πράσινα υψίπεδα με λιγότερα δέντρα στα διακόσια χιλιόμετρα και βουκολικές σκηνές που θυμίζουν βόρεια Ευρώπη λίγο πιο μετά. Μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα αργότερα, ο δρόμος συρρικνώνεται σε πλάτος, η θερμοκρασία χτυπά τους τριάντα, το τοπίο αρχίζει να καφετίζει και η μοναχική πορεία του αυτοκίνητου διακόπτεται που και που από στιγμές κορυφαίου πανικού που προκαλούν επερχόμενα θηριώδη φορτηγά έτσι όπως απαιτούν, και το καταφέρνουν, να βγάλεις εσύ τις δυο αριστερές ρόδες εκτός ασφάλτου για να περάσουν. Στα χίλια χιλιόμετρα από το Sydney το τοπίο έχει γίνει βαθύ κόκκινο, ο δρόμος γίνεται ευθεία και, λίγο-λίγο, μεταφέρεσαι στο σκηνικό του Mad Max.
Στα χίλια πεντακόσια χιλιόμετρα, με τα βλέφαρα ασήκωτα, αντίκρισα την πρώτη μου στάση. Δεν ήταν καν χωριό. Ένα βενζινάδικο, ένα μπακάλικο, ένα άλλο κτήριο απροσδιόριστης χρήσης και, βεβαίως, το μεγάλο, εντυπωσιακό, παρακμάζον ξύλινο, τριώροφο Hotel. Έτσι ονομάζουν στην Αυστραλία τα μπαρ: ξενοδοχεία, τα οποία θυμίζουν περισσότερο αμερικανικά saloons παρά μπαρ. Κι αυτό επειδή στον 19ο αιώνα οι πουριτανοί είχαν το πάνω χέρι στα κοινοβούλια των τότε αποικιών και, στην προσπάθειά τους να εισαγάγουν την ποτοαπαγόρευση, απαγόρευσαν την αγορά οινοπνευματωδών με εξαίρεση τους… ταξιδιώτες. Να πως ξεφύτρωσαν εντυπωσιακά «ξενοδοχεία» (με τρία δωμάτια προς ενοικίαση, όπως απαιτούσε ο νόμος) στις ξεχασμένες εκείνες γωνιές της γης.
«Welcome mite» ακούω να λέει ο μπάρμαν-ιδιοκτήτης, ένας κατακόκκινος από τον ήλιο και το οινόπνευμα, χαμογελαστός, εξηντάρης (που αποδείχθηκε 45άρης) ονόματι Brad. Το saloon τεράστιο, με ατμόσφαιρα 19ου αιώνα, τεράστιους βρώμικους καθρέπτες στους τοίχους, βαριά έπιπλα που πριν δεκαετίες θα ήταν η αποθέωση της χλιδής, σκηνή επί της οποίας κάποτε θα ανέβαιναν παραστάσεις καμπαρέ, σκόνη παντού, αλλά και μια υφέρπουσα αρχοντιά. Χρόνια μετά το ξαναείδα το σκηνικό. Όχι επειδή επέστεψα αλλά επειδή χρησιμοποιήθηκε πράγματι ως σκηνικό στην ταινία Priscilla: Queen of the Desert (αν δεν την έχετε δει, δείτε την). Οι μόνες ψυχές στον τεράστιο χώρο (από του οποίου την μεγάλη στριφογυριστή ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στο δωμάτιό μου θα ταίριαζε να κατέβει η Rita Hayworth) ήταν ο Brad, εγώ, ένας οδηγός φορτηγού που ξαπόσταινε ξεκοκκαλίζοντας μια μπριζόλα και, στο βάθος του saloon ένα ζευγάρι ηλικιωμένων aborigines που έπιναν την μπύρα τους κοιτάζοντας ο ένας στα μάτια την άλλη.
Βλέποντάς με να παρατηρώ τον χώρο, την ώρα που μανιωδώς προσπαθούσε να στεγνώσει με ένα πανί το ποτήρι μπύρας που μόλις έπλυνε ετοιμάζοντας να με σερβίρει, ο Brad ένιωσε την ανάγκη να μου πει την ιστορία: Στα 1900 χτύπησαν φλέβα χρυσού στην περιοχή. Για δέκα χρόνια, μια πόλη δέκα χιλιάδων ψυχών ορθώθηκε αυθόρμητα και το ίδιο αυθόρμητα εξαφανίστηκε όταν ανακαλύφθηκαν πολύ πλουσιότερες φλέβες μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα παρακάτω. Το ξενοδοχείο του είναι το μόνο που έμεινε για να θυμίζει εκείνη την αναλαμπή.
Έκατσα στο μπαρ, δίπλα στον αμίλητο, στωικό φορτηγατζή, για να μπορεί ο Brad να μιλάει ακατάπαυστα χωρίς να πηγαινοέρχεται καθώς ετοίμαζε το burger μου. Οι ιστορίες του είχαν την αξία εγκυκλοπαίδειας, τουλάχιστον για τον ξένο που πάει στα μέρα εκείνα για να μάθει. Άκουγα προσεκτικά πίνοντας την μπύρα που μου σέρβιρε, προσπαθώντας να κρύψω το ότι δεν είμαι φίλος της Κίτρινης, για τους Αυστραλούς, Θεάς. (Η σχέση μας θα είχε, φυσικά, διαρραγεί απότομα και μόνιμα αν είχα αποκαλύψει ότι δεν πίνω μπύρα.) Θα τον άφηνα να μιλά για ώρες αν δεν είχε διακοπεί η κουβέντα μας από το πιο αναπάντεχο που μπορούσε να μου συμβεί εκείνη την στιγμή.
Με την άκρη του ματιού μου είδα κίνηση στο βάθος. Ήταν ο ηλικιωμένος aborigine που είχε σηκωθεί για να πάει προς ένα έπιπλο όπου βρισκόταν ένα παλιό πικ απ. Σαν εκείνα που είχαμε στα δωμάτια μας παιδιά, αν και όσοι θυμάστε: από εκείνα που τα ηχεία ήταν στο καπάκι τους το οποίο το έβγαζες, αποκαλύπτοντας από κάτω το πλατώ και τον βραχίονα, κατόπιν τοποθετούσες το καπάκι όρθιο, κάθετα (δίπλα στο πικ απ) και έπαιζες τους δίσκους σου. Τον είδα να παίρνει ένα 45άρι βινύλιο, να το σκουπίζει στο μπλουζάκι του και να το τοποθετεί στο πλατώ, ψάχνοντας να βρει πως θα συνδέσει την πρίζα στον τοίχο. Δεν έδωσα σημασία, γυρίζοντας το κεφάλι ξανά προς τον Brad ο οποίος αδημονούσε να συνεχίσει την ιστορία του για τα χρυσορυχεία που δεν υπάρχουν πια. Και τότε το άκουσα.
Σαν σε όνειρο άκουσα μια μελωδία που πήρε ατελείωτα δέκατα του δευτερολέπτου να αναγνωρίσω. Μου φαίνεται ότι το μυαλό μου την αναγνώρισε αφού είχα στραφεί και πάλι προς τα πίσω και είχα δει το ζευγάρι των aboriginals να χορεύουν βαλς, εξακολουθώντας να κοιτιούνται στα μάτια. Μετά από την κιθάρα της εισαγωγής δεν υπήρχε αμφιβολία. Ήταν η φωνή της Αρλέτας που τραγούδαγε: «Νύχτα βροχερή άδειο το χέρι ψάχνει να σε βρει μα δεν το ξέρει, που θα σε βρει…» Έμεινα άναυδος. Απορία. Ου πόρος: πως είναι δυνατόν να βρέθηκε «πόρος» μεταξύ εκείνου του κόσμου που είχα αφήσει πίσω και εκείνου στον οποίο βρισκόμουν; Μπορεί να ακούω Αρλέτα, σκέφτηκα; Κι όμως. «Μια φορά θυμάμαι μ’ αγαπούσες, τώρα βροχή» επέμενε εκείνη να τραγουδά μέσα από τα τριζάτα ηχεία του καπακιού σε ένα τοπίο που δεν έχει βρέξει ογδόντα χρόνια. Κι όμως. Το ζευγάρι χόρευε υπό αυτή την μελωδία, με αυτά τα λόγια να αντηχούν στο άδειο saloon, κοιτάζοντας ο ένας στα μάτια την άλλη, στροβιλίζοντας με χάρη και χαρά, αποφεύγοντας τα σκονισμένα τραπέζια χωρίς καν να τα κοιτούν.
Όταν το 45άρι τελείωσε, σηκώθηκα, πλησίασα το ζευγάρι και τους ρώτησα αν ξέρουν τι είναι αυτή η μουσική. Η γυναίκα μου χαμογέλασε λέγοντας: «It’s our song.” «Ναι, αλλά ξέρετε τι είναι αυτό το τραγούδι, ποια η τραγουδίστρια, τι γλώσσα τραγουδάει;» Δεν ήξεραν αλλά και δεν τους ενδιέφερε. «Βρήκαμε τον δίσκο αυτόν πριν μια δεκαετία. Κάποιος περαστικός θα τον ξέχασε», μου είπε ο άντρας διασκεδάζοντας το ύφος απορίας που σίγουρα ήταν ζωγραφισμένο στο πρόσωπό μου. «Μην μας πεις τι είναι», πρόσθεσε. «It’s better this way”, μου είπε η κυρία του πριν με χαϊδέψει στον ώμο και φύγουν.
Την στιγμή διέκοψε ο Brad που επέμενε να συνεχίσει την ιστορία με το χρυσορυχείο που τόσο εφήμερα πέρασε από τα μέρη του. Έκανα ότι τον άκουγα, όμως στο μυαλό μου στριφογύριζε η εικόνα κάποιου έλληνα που δέκα χρόνια πριν ξέχναγε ένα 45άρι της Αρλέτας σε εκείνο το saloon. «Που να βρίσκεται άραγε;» αναρωτιόμουν.
Επίλογος πρώτος
Τρία χρόνια μετά, το 1991, μιλούσα με φοιτητές μου στο Πανεπιστήμιο του Sydney και τους ανέφερα την ιστορία αυτή. Φαίνεται ότι τους άρεσε. Μου το θύμισαν το 1994 στέλνοντάς μου ένα CD με τίτλο Praise (το συγκρότημά τους λέγεται Dirty Three). Ήταν το soundtrack μιας ομώνυμης (καλής low budget) ταινίας όπου το βασικό κομμάτι (μια πολύ βαριά ροκιά) είναι διασκευή τού… «Μια φορά θυμάμαι μ’ αγαπούσες» της Αρλέτας. Όταν τελικά είδα την ταινία, δεν πίστευα στα μάτια μου. Η σκηνή με το ζευγάρι των aborigines είχε παρεισφρήσει στην ταινία – όχι όπως την έζησα αλλά αρκετά πιστά. Στο τέλος της ταινίας μάλιστα, εκεί που πέφτουν οι τίτλοι, είχαν βάλει το original τραγούδι να συνοδεύει τους θεατές προς την έξοδο.
Επίλογος δεύτερος
Δεν ξέρω γιατί αποφάσισα το τελευταίο μου άρθρο εδώ στο protagon για το 2011 να αφιερωθεί σε αυτή την ιστορία. Ίσως είναι επειδή βρίσκομαι και πάλι στην Αυστραλία είκοσι τρία Χριστούγεννα μετά. Ίσως επειδή η ιστορία αυτή λέει κάτι για τον «πόρο» που, όσο κατατρεγμένη κι αν είναι η μικρή μας χώρα, την συνδέει με όλες τις γωνιές, όλους τους ανθρώπους αυτού του πλανήτη.
ένα άρθρο των πρωταγωνιστών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου