του Paul Krugman
Σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα έχει περάσει από την κυκλοφορία της ταινίας «Wall Street», αλλά το φιλμ μοιάζει σήμερα πιο επίκαιρο παρά ποτέ. Τα φαρισαϊκά «κατεβατά» των μεγιστάνων του χρηματιστηρίου που αποκηρύσσουν τον πρόεδρο Ομπάμα μπορούν όλα να διαβαστούν σαν παραλλαγές της περίφημης ομιλίας του «πρωταγωνιστή» της ταινίας, Γκόρντον Γκέκο, που έλεγε πως η «απληστία είναι καλό πράγμα» - ενώ τα παράπονα του κινήματος «Καταλάβετε την Wall Street» θυμίζουν άλλες ατάκες του Γκέκο: «Δεν δημιουργώ τίποτα. Αποκτώ», λέει σε ένα σημείο. Σε ένα άλλο, ρωτά τον προστατευόμενο του: «Τώρα δεν είσαι πια τόσο αφελής ώστε να νομίζεις ότι ζεις σε μια δημοκρατία, έτσι δεν είναι, φιλαράκο»;
Εκ των υστέρων όμως, μπορεί κανείς να δει ότι η ταινία «έχανε» λίγο στο τέλος της. Κλείνει με τον Γκέκο να πληρώνει τα αμαρτήματα του, και την δικαιοσύνη να αποδίδεται χάρη στην επιμέλεια της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, της Securities and Exchange Commission. Στην πραγματικότητα, η χρηματοπιστωτική βιομηχανία συνέχισε να αποκτά όλο και μεγαλύτερη ισχύ, ενώ οι ελεγκτές της εξουδετερώθηκαν.
Και, σύμφωνα με τις προβλέψεις της οργάνωσης Intrade, υπάρχουν 45% πιθανότητες ένας πραγματικός Γκόρντον Γκέκο να πάρει το χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων για τις προεδρικές εκλογές.
Δεν είμαι φυσικά ο πρώτος άνθρωπος που παρατηρεί τις ομοιότητες ανάμεσα στην επιχειρηματική σταδιοδρομία του Μιτ Ρόμνι και τις φανταστικές περιπέτειες του αντιήρωα της ταινίας του Ολιβερ Στόουν. Στην πραγματικότητα, η φίλο-εργατική οργάνωση «Americans United for Change» ήδη τον αποκαλεί «Ρόμνι - Γκέκο» σε μια διαφημιστική καμπάνια της. Αλλά το ζήτημα εδώ είναι σοβαρότερο από μια μικροεπίθεση σε βάρος του κ.Ρομνι.
Κι αυτό γιατί το τρέχον ορθόδοξο «δόγμα» μεταξύ των Ρεπουμπλικάνων είναι πως δεν πρέπει ούτε καν να επικρίνουμε τους πλούσιους, πόσο μάλλον να απαιτούμε από αυτούς να πληρώνουν περισσότερους φόρους, επειδή λέει «δημιουργούν θέσεις εργασίας». Ωστόσο, το γεγονός είναι πως αρκετοί από τους σημερινούς πλούσιους απέκτησαν τις περιουσίες τους καταστρέφοντας και όχι δημιουργώντας θέσεις εργασίας. Και η επιχειρηματική ιστορία του κ. Ρόμνι προσφέρει ένα άριστο παράδειγμα αυτού του φαινομένου.
Οι Los Angeles Times πρόσφατα μελέτησαν τα αρχεία της Bain Capital, της ιδιωτικής χρηματιστηριακής εταιρείας που ο κ.Ρόμνι διοικούσε από το 1984 ως το 1999. Όπως σημειώνει το ρεπορτάζ, ο κ.Ρόμνι έβγαλε πολλά λεφτά εκείνα τα χρόνια, τόσο για τον εαυτό του όσο και για τους επενδυτές. Το έκανε όμως με τρόπο που συχνά έπληττε τους απλούς εργαζόμενους.
Η Bain εξειδικευόταν σε εξαγορές μέσω μόχλευσης, δηλαδή την απόκτηση του ελέγχου εταιρειών με δανεικά χρήματα, τα οποία αποκτούσε με «ενέχυρο» τα κέρδη ή τα περιουσιακά στοιχεία των ίδιων των «στόχων». Η κεντρική ιδέα ήταν να αυξήσει κανείς έτσι την κερδοφορία των εταιρειών αυτών, και μετά να τις ξαναπουλήσει.
Πως όμως θα αυξάνονταν τα κέρδη; Η λαϊκή αντίληψη για το θέμα - για την οποία εν μέρει ευθύνεται και ο Ολιβερ Στόουν - είναι ότι αυτές τις εξαγορές ακολουθούσε ανηλεής περικοπή δαπανών, συνήθως σε βάρος των εργαζομένων που είτε έχαναν τις δουλειές τους είτε έβλεπαν τους μισθούς και τα επιδόματα τους να πετσοκόβονται. Και, ενώ η πραγματικότητα είναι πιο περίπλοκη από αυτή την εικόνα - κάποιες εταιρείες επεκτάθηκαν και έκαναν προσλήψεις μετά από μια τέτοια εξαγορά - περιλαμβάνει σοβαρό μερίδιο αλήθειας.
Έτσι, ο κ.Ρόμνι έκανε την περιουσία του σε έναν κλάδο που, σε γενικές γραμμές, σχετίζεται περισσότερο με την καταστροφή θέσεων εργασίας παρά με την δημιουργία τους. Και επειδή η καταστροφή θέσεων εργασίας πλήττει τους εργαζόμενους ακόμη και αν αυξάνει τα κέρδη και τα εισοδήματα των κορυφαίων στελεχών, οι εταιρείες μοχλευμένων εξαγορών συνέβαλαν στον συνδυασμό «παγωμένων» μισθών για τους κάτω και εξωφρενικά υψηλών αμοιβών για τους πάνω, που χαρακτηρίζει την Αμερική από το 1980 και μετά.
Επί των ημερών του κ.Ρόμνι, η Bain φαίνεται πως υπήρξε ιδιαίτερα σκληρή με τους εργαζομένους, δεδομένου ότι τέσσερις από τις δέκα κορυφαίες εταιρείες- στόχοι της κατέληξαν στην πτώχευση - έστω κι αν η Bain έβγαλε κέρδη σε τρεις από αυτές τις περιπτώσεις. Αυτό είναι πολύ υψηλό ποσοστό αποτυχίας για τον συγκεκριμένο τομέα - και όταν οι «στόχοι» βούλιαξαν, πολλοί εργαζόμενοι έχασαν τις δουλειές τους, τις συντάξεις τους ή και τα δύο.
Τι μας διδάσκει αυτή η ιστορία; Όχι, δεν μας διδάσκει ότι ο επιχειρηματίας Μιτ Ρομνι υπήρξε «κακός». Αντίθετα με τα όσα υποστηρίζουν οι συντηρητικοί, οι προοδευτικοί δεν έχουν ως αυτοσκοπό τη δαιμονοποίηση η την τιμωρία των πλουσίων. Αλλά διαφωνούν με τις προσπάθειες της δεξιάς να κάνει το αντίθετο, δηλαδή να αγιοποιήσει τους πλουσίους και να τους απαλλάξει από τις θυσίες που όλοι οι άλλοι πρέπει να κάνουν.
Η αλήθεια είναι πως ότι είναι καλό για το 1%, ή ακόμη καλύτερα για το 0,1%, δεν είναι απαραίτητα καλό για την υπόλοιπη Αμερική - και η καριέρα του κ.Ρόμνι αποτελεί την καλύτερη απόδειξη. Δεν υπάρχει λόγος, λοιπόν, να μισεί κανείς τον κ.Ρόμνι και άλλους σαν κι αυτόν. Πρέπει ωστόσο να αναγκάσουμε τέτοιους ανθρώπους να πληρώνουν περισσότερους φόρους, και να μην επιτρέπουμε σε μύθους περί «δημιουργών εργασίας» να μας εμποδίσουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου