Από τον Κώστα Χ. Χρυσόγονο, Καθηγητή Νομικής ΑΠΘ
Η «αναδιάρθρωση» του ελληνικού δημόσιου χρέους τον τελευταίο καιρό συζητείται ολοένα και περισσότερο, αφού σχεδόν κάθε μέρα γίνεται σαφέστερη η αποτυχία του μνημονίου και του μηχανισμού «στήριξης» και πλησιάζει απειλητικά το ενδεχόμενο της αδυναμίας πληρωμών του κράτους.
Το εθνικό αδιέξοδο στο οποίο οδηγούμαστε ήταν όμως εγγεγραμμένο στα γενετικά στοιχεία της στρουθοκαμηλικής πολιτικής που οδήγησε στη σύναψη του μνημονίου. Η επιδίωξη της πολιτικής αυτής ήταν να οργανωθεί μια ασύμμετρη πτώχευση του ελληνικού κράτους, έτσι ώστε το σύνολο των δυσάρεστων συνεπειών της υπερχρέωσης του να επιρριφθεί στον ελληνικό λαό και να μείνουν αλώβητοι οι δανειστές. Τούτο όμως δεν ήταν και δεν είναι ρεαλιστικά επιτεύξιμος στόχος.
Η πραγματικότητα είναι ότι, παρά την πολυετή κατασπατάληση δημόσιων πόρων από ένα κλεπτοκρατικά δομημένο πολιτικό σύστημα, η υπερχρέωση και η απώλεια της πιστοληπτικής ικανότητας του ελληνικού δημοσίου δεν προήλθαν κατά κύριο λόγο από νέα πρωτογενή ελλείμματα, αλλά από τα υψηλά επιτόκια. Κατά την εικοσαετία που προηγήθηκε της προσφυγής στο μνημόνιο και τον μηχανισμό «στήριξης», τον Απρίλιο του 2010, δηλαδή από αρχές του 1990 ως το τέλος του 2009, ο προϋπολογισμός είχε πρωτογενές πλεόνασμα στις εννιά χρήσεις (τα έτη 1994-2002) και πρωτογενές έλλειμμα στις υπόλοιπες έντεκα.
Το σωρευτικό αποτέλεσμα σ’ αυτό το επίπεδο (χωρίς να υπολογίζονται οι τόκοι) ήταν ένα πρωτογενές έλλειμμα της τάξεως του 4% του ΑΕΠ στο σύνολο της εικοσαετίας, δηλαδή ένα μέσο έλλειμμα περίπου 0,2% σε ετήσια βάση. Και όμως το δημόσιο χρέος στο ίδιο διάστημα εκτοξεύθηκε από το 64% του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος στο τέλος του 1989 σε 127%(!) στο τέλος του 2009, με αποτέλεσμα οι κεφαλαιαγορές να χάσουν, όχι άδικα, την εμπιστοσύνη τους στην ικανότητα του ελληνικού κράτους να το εξυπηρετήσει.
Με άλλες λέξεις, το χρέος είχε ανέλθει σε υψηλά επίπεδα από το 1989-1990 και από εκεί και πέρα απέκτησε μια αυτοτροφοδοτούμενη δυναμική, αφού οι κεφαλαιαγορές απαιτούσαν τοκογλυφικά επιτόκια για να δανείζουν την Ελλάδα.
Το περιβόητο spread, δηλαδή η διαφορά επιτοκίου μεταξύ ελληνικών και γερμανικών ομολόγων, ήταν ουσιαστικά ένα παιχνίδι των δανειστών με τον χρόνο. Ο καθένας θα έπρεπε να αντιλαμβάνεται ότι το ελληνικό κράτος δεν θα μπορούσε έπ’ άπειρο να απομυζά αναλογικά περισσότερους πόρους από την περιορισμένης ανταγωνιστικότητας ελληνική οικονομία σε σύγκριση με όσους μπορούσε το γερμανικό από την εξαιρετικά ανταγωνιστική γερμανική οικονομία. Η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008-2009 απλώς επιτάχυνε το σκάσιμο της φούσκας των ελληνικών ομολόγων.
Λύση στο πρόβλημα του ελληνικού δημόσιου χρέους και κατ’ επέκταση της εθνικής οικονομίας στο σύνολό της δεν μπορεί να δοθεί χωρίς επαναδιαπραγμάτευση και δραστική μείωση των επιτοκίων δανεισμού, παράλληλα βέβαια με την επιμήκυνση (αναδιάρθρωση) των χρεολυσίων. Oσο το πολιτικό μας σύστημα αλλά και η «τρόικα» αργούν ή αρνούνται να δεχθούν την πραγματικότητα αυτή, τόσο πιο σφοδρή θα είναι η σύγκρουση του ελληνικού Τιτανικού με το παγόβουνο του χρέους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου