Κύριε Διευθυντά
Η αντίφαση της ψήφου
Η αντίφαση της ψήφου
Είναι κοντά είκοσι, (ίσως και παραπάνω), χρόνια που «γκρινιάζουμε» πως μας κυβερνούν οι διεφθαρμένοι, τα λαμόγια και οι ανίκανοι, όμως όσες φορές κληθήκαμε να ψηφίσουμε σ’ αυτό το διάστημα, ως δια μαγείας η κάλπη έβγαλε ξανά μανά διεφθαρμένους, λαμόγια και ανίκανους. Και κάτι μου λέει πως, αν δεν συνέβαιναν όλα αυτά τα ωραία που συνέβησαν τις τελευταίες μέρες στον τόπο μας (τα σκληρά μέτρα που μας επέβαλε η Τρόικα κ.λ.π.), αν καλούμασταν να το πράξουμε, πάλι διεφθαρμένους, λαμόγια και ανίκανους θα ψηφίζαμε, πολύ δε περισσότερο αν μας έσταζαν και καμιά αυξησούλα, έστω κι αν μαθαίναμε πως, συν όλα τ’ άλλα ανομήματά τους, έχουν σκοτώσει και την ίδια τους τη μάνα.
Ποτέ δεν μπορέσαμε να καταλάβουμε και άρα να αναλύσουμε σε βάθος αυτή την τεράστια αντίφασή μας, δηλαδή το βράδυ της παραμονής των εκλογών, (πολύ σωστά και σοφά πράττοντες), να περνάμε τους πολιτικούς μας (των δυο μεγάλων κυρίως κομμάτων) γενεές δεκατέσσερις, και το άλλο πρωί να ψηφίζουμε μονοκούκι αυτούς ακριβώς τους ανθρώπους. Ίσως γιατί στο πίσω μέρος του μυαλού μας (κι εδώ ακριβώς έγκειται η ευθύνη μας απέναντι στην ίδια μας τη μοίρα), κυριαρχούσε η σκέψη, «Ρε δεν πάει να είσαι όσο διεφθαρμένος και όσο λαμόγιο θέλεις, αρκεί να μη θίξεις τα καλώς (κάποτε και κακώς) εννοούμενα συμφεροντάκια μου».
Τους βρίζαμε μεν, όμως επί της ουσίας με τη στάση μας τους επιτρέπαμε να είναι διεφθαρμένοι, λαμόγια και άχρηστοι, σε βαθμό ίσως που να πειστούν και οι ίδιοι πως, «έτσι έχουν τα πράγματα», «έτσι είναι η ζωή», και πως, «εντάξει, αν ακούσουμε και κανένα μπινελίκι παραπάνω, δεν θα μας ξινίσει δα κι ο τραχανάς». Φτάνοντας στο σημείο να τους εκθρέψουμε ουσιαστικά, αφού κι εμείς οι ίδιοι μάλλον πιστεύαμε ότι η τήρηση κάποιων ηθικών κανόνων, κυρίως εκ μέρους των ανθρώπων που διαχειρίζονται τις τύχες μας, αποτελεί κάτι σαν πολυτέλεια. Γιατί, αφού πιστεύεις πως αυτοί οι άνθρωποι (έστω, ορισμένοι απ’ αυτούς), είναι λαμόγια, διεφθαρμένοι, και άχρηστοι, τότε πώς πας και τους ψηφίζεις, ρε φίλε; Είναι ένα ζήτημα. Κι όσο για την τήρηση κάποιων έστω και στοιχειωδών κανόνων ηθικής, η ίδια η ζωή και οι πρόσφατες εξελίξεις μας δείχνουν με τον πιο δραματικό τρόπο πως μόνο πολυτέλεια δεν είναι, για τον απλό λόγο ότι εξυπηρετούν ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ, ΜΑ ΠΟΛΥ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ!
Κι επειδή τέτοιες φρικτές καταστάσεις σαν αυτή που βιώνουμε σήμερα, δημιουργούν παράκρουση, να θίξουμε κι ένα δυο πραγματάκια ακόμη. Εικάζεται ότι αρκετοί συμπολίτες μας τα έχουν βάλει με τους δημόσιους υπάλληλους, θεωρώντας τους εν μέρει υπευθύνους για την όλη κατάσταση. Όταν στα είκοσί μου βρέθηκα μπαρκαρισμένος σ’ ένα σάπιο Liberty με δυο τρία ρήγματα, δεν το έκανα γιατί είχα διαβάσει τα απομνημονεύματα του Λόρδου Ντρέικ ή του Μπαρμπαρόσα κι είχα ενθουσιαστεί. Το έκανα γιατί δε μου έμενε και τίποτε άλλο να κάνω, αν ήθελα να φάω ένα κομμάτι ψωμί. Αν όμως μου δινόταν η ευκαιρία για μια θεσούλα στο Δημόσιο, δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία πως θα έκανα πλονζόν για να τη βουτήξω στον αέρα, κι αυτό νομίζω ισχύει για το 99,9% όσων από εμάς δεν αξιωθήκαμε τέτοια… σπάνια τύχη. Αυτού του είδους οι κουφιοκέφαλες απόψεις, απλώς χειροτερεύουν την κατάσταση.
Κι ακόμη, δεν μπορώ να επιχαίρω που εγώ, επειδή παίρνω μια σύνταξη τρεις κι εξήντα, θα έχω λιγότερη χασούρα από κάποιον άλλο χριστιανό που η σύνταξή του είναι πολύ μεγαλύτερη από τη δική μου. Γιατί, αυτός ο άλλος χριστιανός, με βάση τα προ ΔΝΤ εισοδήματά του, πιθανό να είχε κανονίσει αλλιώς τα του οίκου του (στεγαστικά δάνεια, κ.λ.π.), που σημαίνει πως σήμερα δεν αποκλείεται να βρίσκεται σε δεινή οικονομική θέση. Έτσι όπως έχουν τα πράγματα, δεν ξέρω για τι ακριβώς πρέπει να αγωνιστούμε, και τι μπορούμε να πετύχουμε.
Το σίγουρο όμως είναι πως, αν είναι να καταφέρουμε κάτι προς αυτήν την κατεύθυνση, θα το καταφέρουμε μόνο αν είμαστε μονιασμένοι.
Από τον Ανδρέα Μιαούλη
Ποτέ δεν μπορέσαμε να καταλάβουμε και άρα να αναλύσουμε σε βάθος αυτή την τεράστια αντίφασή μας, δηλαδή το βράδυ της παραμονής των εκλογών, (πολύ σωστά και σοφά πράττοντες), να περνάμε τους πολιτικούς μας (των δυο μεγάλων κυρίως κομμάτων) γενεές δεκατέσσερις, και το άλλο πρωί να ψηφίζουμε μονοκούκι αυτούς ακριβώς τους ανθρώπους. Ίσως γιατί στο πίσω μέρος του μυαλού μας (κι εδώ ακριβώς έγκειται η ευθύνη μας απέναντι στην ίδια μας τη μοίρα), κυριαρχούσε η σκέψη, «Ρε δεν πάει να είσαι όσο διεφθαρμένος και όσο λαμόγιο θέλεις, αρκεί να μη θίξεις τα καλώς (κάποτε και κακώς) εννοούμενα συμφεροντάκια μου».
Τους βρίζαμε μεν, όμως επί της ουσίας με τη στάση μας τους επιτρέπαμε να είναι διεφθαρμένοι, λαμόγια και άχρηστοι, σε βαθμό ίσως που να πειστούν και οι ίδιοι πως, «έτσι έχουν τα πράγματα», «έτσι είναι η ζωή», και πως, «εντάξει, αν ακούσουμε και κανένα μπινελίκι παραπάνω, δεν θα μας ξινίσει δα κι ο τραχανάς». Φτάνοντας στο σημείο να τους εκθρέψουμε ουσιαστικά, αφού κι εμείς οι ίδιοι μάλλον πιστεύαμε ότι η τήρηση κάποιων ηθικών κανόνων, κυρίως εκ μέρους των ανθρώπων που διαχειρίζονται τις τύχες μας, αποτελεί κάτι σαν πολυτέλεια. Γιατί, αφού πιστεύεις πως αυτοί οι άνθρωποι (έστω, ορισμένοι απ’ αυτούς), είναι λαμόγια, διεφθαρμένοι, και άχρηστοι, τότε πώς πας και τους ψηφίζεις, ρε φίλε; Είναι ένα ζήτημα. Κι όσο για την τήρηση κάποιων έστω και στοιχειωδών κανόνων ηθικής, η ίδια η ζωή και οι πρόσφατες εξελίξεις μας δείχνουν με τον πιο δραματικό τρόπο πως μόνο πολυτέλεια δεν είναι, για τον απλό λόγο ότι εξυπηρετούν ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ, ΜΑ ΠΟΛΥ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ!
Κι επειδή τέτοιες φρικτές καταστάσεις σαν αυτή που βιώνουμε σήμερα, δημιουργούν παράκρουση, να θίξουμε κι ένα δυο πραγματάκια ακόμη. Εικάζεται ότι αρκετοί συμπολίτες μας τα έχουν βάλει με τους δημόσιους υπάλληλους, θεωρώντας τους εν μέρει υπευθύνους για την όλη κατάσταση. Όταν στα είκοσί μου βρέθηκα μπαρκαρισμένος σ’ ένα σάπιο Liberty με δυο τρία ρήγματα, δεν το έκανα γιατί είχα διαβάσει τα απομνημονεύματα του Λόρδου Ντρέικ ή του Μπαρμπαρόσα κι είχα ενθουσιαστεί. Το έκανα γιατί δε μου έμενε και τίποτε άλλο να κάνω, αν ήθελα να φάω ένα κομμάτι ψωμί. Αν όμως μου δινόταν η ευκαιρία για μια θεσούλα στο Δημόσιο, δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία πως θα έκανα πλονζόν για να τη βουτήξω στον αέρα, κι αυτό νομίζω ισχύει για το 99,9% όσων από εμάς δεν αξιωθήκαμε τέτοια… σπάνια τύχη. Αυτού του είδους οι κουφιοκέφαλες απόψεις, απλώς χειροτερεύουν την κατάσταση.
Κι ακόμη, δεν μπορώ να επιχαίρω που εγώ, επειδή παίρνω μια σύνταξη τρεις κι εξήντα, θα έχω λιγότερη χασούρα από κάποιον άλλο χριστιανό που η σύνταξή του είναι πολύ μεγαλύτερη από τη δική μου. Γιατί, αυτός ο άλλος χριστιανός, με βάση τα προ ΔΝΤ εισοδήματά του, πιθανό να είχε κανονίσει αλλιώς τα του οίκου του (στεγαστικά δάνεια, κ.λ.π.), που σημαίνει πως σήμερα δεν αποκλείεται να βρίσκεται σε δεινή οικονομική θέση. Έτσι όπως έχουν τα πράγματα, δεν ξέρω για τι ακριβώς πρέπει να αγωνιστούμε, και τι μπορούμε να πετύχουμε.
Το σίγουρο όμως είναι πως, αν είναι να καταφέρουμε κάτι προς αυτήν την κατεύθυνση, θα το καταφέρουμε μόνο αν είμαστε μονιασμένοι.
Από τον Ανδρέα Μιαούλη
Μετά τιμής
ο Στειριώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου