Του Δημήτρη Καζάκη
οικονομολόγου - αναλυτή
Οι αγορές αντιμετωπίζουν ήδη την Ελλάδα ως επισήμως πτωχευμένη χώρα. Τα ασφάλιστρα κινδύνου για τα ελληνικά ομόλογα ήδη βρίσκονται στην κατηγορία των πτωχευμένων χωρών. Το ύψος τους κάνει απαγορευτική στον οποιονδήποτε την αγορά ελληνικών ομολόγων. Τα επιτόκια απόδοσης των ομολόγων στη δευτερογενή αγορά έχουν ξεπεράσει κάθε προηγούμενο. Ιδίως αυτό του τριετούς ομολόγου κοντεύει να πιάσει το υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας εικοσαετίας.
Τα επενδυτικά κεφάλαια και οι τράπεζες που κατέχουν τον κύριο όγκο του δημόσιου χρέους της χώρας ετοιμάζονται για την επικείμενη αναδιάρθρωση. Και το κάνουν με το να εξασφαλίσουν την πλήρη απομόνωση της χώρας από οποιαδήποτε πρόσβαση στις αγορές. Με τον τρόπο αυτό το σχέδιο αναδιάρθρωσης όταν δημοσιοποιηθεί θα εμφανιστεί ως η μοναδική λύση, ως η μόνη διέξοδος από το αδιέξοδο.
Ταυτόχρονα οι παράγοντες της αγοράς φροντίζουν να αυξήσουν τις πιέσεις τους στο μέγιστο ώστε να αποκομίσουν τα περισσότερα δυνατά οφέλη από την αναδιάρθρωση του χρέους. Το ερώτημα που απομένει να απαντηθεί είναι το πότε ακριβώς θα δημοσιοποιηθεί επίσημα, ποιες θα είναι οι λεπτομέρειες του σχεδίου και ποιος θα είναι ο επίσημος ανάδοχός του.
Ήδη το ΔΝΤ έχει εκφράσει επισήμως την υποψηφιότητά του για ανάδοχος της επίσημης πτώχευσης της χώρας μέσα από την ανακοίνωση της πρόθεσής του να μεταβάλει το καθεστώς κηδεμονίας της χώρας. Αν αυτό θα γίνει με νέο δάνειο εκ μέρους του ή με κεφαλαιοποίηση του υπολοίπου των 30 δισ. που έχει υποσχεθεί στα πλαίσια της δανειακής σύμβασης, δεν το γνωρίζουμε. Το σίγουρο είναι ότι το καθεστώς αυτό που έχει ανακοινώσει το ΔΝΤ είναι ακριβώς το ίδιο με εκείνο που επέβαλε στην Αργεντινή. Η κυβέρνηση, όλο αυτό το διάστημα, ενδιαφέρθηκε μόνο για ένα πράγμα: πώς να αποκλείσει το «κούρεμα» από την αναδιάρθρωση. Δηλαδή πώς να μην μειωθεί έστω και στο ελάχιστο η ονομαστική αξία των κρατικών ομολόγων που θα αναδιαρθρωθούν. Κι αυτό επειδή η κυβέρνηση δεν θέλει κανένας από τους ξένους και εγχώριους τραπεζίτες, από τα επενδυτικά κεφάλαια και τις πολιτικές οικογένειες που έχουν επενδύσει σε ομόλογα ελληνικού χρέους να χάσει έστω κι ένα ευρώ.
Μόνο με χρέος στο 10%!
Σ’ αυτό το σημείο θα θέλαμε να υπενθυμίσουμε ότι η αναδιάρθρωση κάτω από οποιουσδήποτε όρους δεν αποτελεί λύση για το ελληνικό δημόσιο χρέος. Έχουμε αποδείξει επανειλημμένα με στοιχεία ότι και η πιο ευνοϊκή αναδιάρθρωση με κούρεμα ακόμη και 60% του χρέους δεν επαρκεί για να γλιτώσει η χώρα από τον βραχνά της υπερχρέωσης. Αυτό που θα κάνει είναι να μεταθέσει για κάποια χρόνια την αναπόφευκτη χρεοκοπία.
Για να γλιτώσει η χώρα από τον φαύλο κύκλο του δανεισμού πρέπει το χρέος να μειωθεί σε επίπεδο τέτοιο που να μην χρειάζεται το κράτος να δανείζεται για να το εξυπηρετήσει. Κι αυτό μπορεί να γίνει μόνο με μια μείωση του υπάρχοντος δημόσιου χρέους που θα κινείται γύρω στο 10% του ετήσιου ΑΕΠ. Φυσικά κι αυτό δεν θα είναι αρκετό αν δεν αλλάξει άρδην ολόκληρη η δημοσιονομική και αναπτυξιακή πολιτική του κράτους.
Ωστόσο η κυβέρνηση δεν θέλησε να ακούσει ούτε καν για ένα ελάχιστο «κούρεμα» του χρέους. Την αναδιάρθρωση με «κούρεμα» την εμφάνιζε ως συνώνυμο της καταστροφής, ενώ χειροκρότησε από την πρώτη στιγμή την επιμήκυνση. Κι αυτό παρότι η επιμήκυνση είναι η χειρότερη, η επαχθέστερη μορφή αναδιάρθρωσης του χρέους, διότι από αυτήν ο οφειλέτης δεν επωφελείται ούτε στο ελάχιστο. Αυτό το γνωρίζει πολύ καλά η κυβέρνηση. Για να κατανοήσει κανείς γιατί το κάνει δεν έχει παρά να πάρει τις δηλώσεις «πόθεν έσχες» των πρωτοκλασάτων των δυο μεγάλων κομμάτων για να διαπιστώσει τις επενδύσεις τους σε κρατικά ομόλογα.
Και μιλάμε για το τι φανερά δηλώνουν, χωρίς να υπολογίζουμε τι επενδύσεις σε ομόλογα κρύβονται πίσω από χιλιάδες παράκτιες εταιρείες (offshore) ελληνικών συμφερόντων, οι οποίες έχουν μόνο μία χρησιμότητα: την απόκρυψη της επωνυμίας των κατόχων κινητού και ακίνητου πλούτου. Γι’ αυτό, κάθε φορά που ακούγεται η πρόταση να απαγορευτούν οι offshore στην Ελλάδα, αποκαλύπτοντας ποιοι είναι πίσω τους, πολιτικοί, κόμματα και επιχειρηματίες παθαίνουν συγκοπή.
Κέρδιζαν διαλύοντας τη χώρα
Η ιστορία επαναλαμβάνεται ακόμη μια φορά. Όταν η Ελλάδα οδηγήθηκε στην πτώχευση του 1893, το Παλάτι της εποχής και οι μεγάλοι εν Ελλάδι χρηματιστές δεν επέτρεψαν ούτε καν μια έντιμη διαπραγμάτευση με τους ξένους ομολογιούχους του ελληνικού χρέους. Ήταν προτιμότερη γι’ αυτούς η διάλυση της χώρας προκειμένου να κερδίσουν όσα περισσότερα μπορούσαν με βάση τα πακέτα ελληνικών χρεογράφων που κατείχαν, παρά μια έντιμη λύση προς όφελος της χώρας. Έτσι συνωμότησαν μαζί με τους πρεσβευτές και τους χρηματιστές των μεγάλων δυνάμεων της εποχής (Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία) και έστησαν τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897.
Πόλεμος «οπερέτα»
Ο πόλεμος αυτός των 30 ημερών του 1897 ανάμεσα στην Ελλάδα και την Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν μια«οπερέτα», όπως τον χαρακτήρισε εύστοχα ο Γερμανός στρατηγός φον ντερ Γκολτς, ο οποίος εκείνη την εποχή είχε αναλάβει την αναδιοργάνωση του στρατού του Σουλτάνου. Επρόκειτο για μια πρωτοφανή πανωλεθρία του ελληνικού στρατού, οργανωμένη από το παλάτι, την εθνικοφροσύνη της εποχής και τις «προστάτιδες» μεγάλες δυνάμεις.
Ο τότε δημοκράτης βουλευτής Γεώργιος Φιλάρετος εκτιμούσε ότι η περιπέτεια του 1897 ήταν ένας «εικονικός ψευδοπόλεμος, την εκτέλεσιν του οποίου η διπλωματία ενεπιστεύθη εις το στέμμα», ενώ ο καθηγητής Ανδρέας Ανδρεάδης είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι «η πραγματική αιτία του ελληνοτουρκικού πολέμου ήταν το ελληνικό δημόσιο χρέος».
Την περίοδο από το 1879 έως το 1893 η Ελλάδα χρεώθηκε σε ξένους επενδυτικούς οίκους το ποσό των 630 εκατ. φράγκων, από τα οποία εισέπραξε στην πραγματικότητα μόνο τα 458 εκατ. Κι αυτό επειδή τα δάνεια αυτά συνήφθησαν με την «υπό το άρτιον» μέθοδο, πράγμα που σημαίνει ότι, αν οι ομολογίες ενός δανείου συμφωνηθούν με τιμή έκδοσης π.χ. 80% «υπό το άρτιον», ο δανειζόμενος θα εισπράξει 80, αλλά θα χρωστά 100, ενώ το ονομαστικό επιτόκιο επιβάλλεται στο σύνολο του ποσού κι όχι σ’ αυτό που εισπράττεται.
Η τοκογλυφική αυτή μέθοδος συνδυάστηκε με το γεγονός ότι από τα εισπραχθέντα μόλις τα 120 εκατ.χρησιμοποιήθηκαν για οικονομικούς σκοπούς, κυρίως επενδύσεις σε υποδομές (σιδηρόδρομοι, δρόμοι, λιμάνια κ.ο.κ.), ενώ τα υπόλοιπα δαπανήθηκαν για τις «μαύρες τρύπες» του προϋπολογισμού, τις υπέρογκες παροχές προς τη βασιλική οικογένεια και τις προμήθειες πολεμικού υλικού.
Η κρίση που έπληξε τις μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες από το 1873 έως το 1896, η οποία χαρακτηρίστηκε από μια τρομακτική υπερσυσσώρευση κυρίως χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, έσπρωξε τους διεθνείς επενδυτικούς κύκλους σε αναζήτηση νέων αγορών όπου μπορούσαν να αποκομίσουν μεγαλύτερα κέρδη. Πράγμα που οδήγησε σε μια πραγματική έκρηξη κερδοσκοπικών τοποθετήσεων, όπως ήταν τα δάνεια προς το ελληνικό κράτος.
Σπείρα «ευεργετών»
Ταυτόχρονα οι χρηματιστές του «παροικιακού ελληνισμού» αντιμετώπιζαν την εποχή αυτή όλο και μεγαλύτερα προβλήματα. Ο αυξημένος ανταγωνισμός από το κεφάλαιο των ευρωπαϊκών μεγάλων δυνάμεων και οι πιο αποτελεσματικές μέθοδοι διείσδυσής του στην Οθωμανική Αυτοκρατορία έσπρωξε πολλούς μεγάλους «ομογενείς» επιχειρηματίες να αναζητήσουν νέες ευκαιρίες στη «μητέρα πατρίδα».
Πρόκειται για την εποχή των χρυσοκάνθαρων και των χαβιαρόχανων, όπως πολιτογράφησε η λαϊκή σάτιρα τους «ομογενείς» επιχειρηματίες που ήρθαν στη χώρα ως «σπείρα μεγαροκτιστών», έγραφε χαρακτηριστικά ο Εμμανουήλ Ροΐδης, οι οποίοι «ως νέοι Ηρακλειδείς, επέδραμον εις την Αθήνα εκ του Χαβιαροχάνου» (σ.σ.: πρόκειται για την αγορά της Κωνσταντινούπολης όπου γίνονταν συναλλαγές κυρίως «του ποδαριού»), ώστε να επιδοθούν σε μια άνευ προηγουμένου κερδοσκοπία με χρηματιστικά παιχνίδια, αγοραπωλησίες γης, σιδηροδρόμους, ακτοπλοϊκές γραμμές, κρατικές προμήθειες, τραπεζικά δάνεια και χορηγήσεις κ.ο.κ.
«Η χρηματιστική κυβεία», έγραφε το περιοδικό «Μη Χάνεσαι» τον Αύγουστο του 1883, «ής ένεκα κατεστράφησαν οικονομικώς πάμπολλοι οικογενειάρχαι, εμυσταγωγήθη προς τους εν Αθήναις υπό των πλουσίων ομογενών... Εάν οι πλούσιοι κεφαλαιούχοι ανέλαβον την συγκρότησιν τραπεζών και ατμοπλοϊκών εταιρειών και την στρώσιν σιδηροδρόμων, έπραξαν τούτο ουχί βεβαίως χάριν της Ελλάδος αλλά χάριν του ιδίου βαλαντίου· εάν εδάνεισαν χρήματα εις την ελληνικήν κυβέρνησην, έλαβον εις αντάλλαγμα τόσας προμηθείας και τόσας άλλας μεσητικάς επιχορηγήσεις, ώστε το ελληνικόν ταμείον εσυλήθη μάλλον ή ωφελήθη εκ των κερδοφόρων τούτων χρηματισμών».
Οι παλατιανοί «χρυσοκάνθαροι» έφεραν τον Διεθνή Έλεγχο
Ωστόσο η πιο επικερδής δραστηριότητα για τους χρυσοκάνθαρους ήταν η «διαμεσολάβηση» ανάμεσα στο ελληνικό κράτος και τους ξένους χρηματιστικούς οίκους, καθώς και η «διαχείριση» των ελληνικών ομολογιακών δανείων στην εσωτερική και διεθνή αγορά. Έτσι η υπερδιόγκωση του δημόσιου χρέους της χώρας αποτέλεσε την πιο κερδοφόρα επιχείρηση για το διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο και τους ντόπιους «διαμεσολαβητές» του.
Στην όλη επιχείρηση παρείχαν ολόπλευρη στήριξη οι ελληνικές κυβερνήσεις της περιόδου, οι οποίες έσπευσαν να τη βαφτίσουν για λόγους λαϊκής κατανάλωσης «ανορθωτικό πρόγραμμα» της χώρας. Στην πραγματικότητα ακόμη και οι υποδομές που κατασκευάστηκαν αυτή την περίοδο έγιναν με στόχο την κερδοσκοπία, αλλά και σύμφωνα με τις γεωστρατηγικές βλέψεις των μεγάλων δυνάμεων.
Η ίδια η χρεοκοπία της χώρας δεν ήταν παρά ένα ακόμη μεγάλο χρηματιστικό παιχνίδι για τους κερδοσκόπους, με πρώτο και καλύτερο το παλάτι, το οποίο κατείχε μεγάλο μέρος των ελληνικών ομολογιών. Αυτοί οι κύκλοι, που κερδοσκόπησαν ασύστολα, άρχισαν κατόπιν να δηλώνουν ανοιχτά ότι η «Ελλάς δεν ημπορεί να υπάγη εμπρός και ότι απαιτείται, τουλάχιστον επί μίαν δεκαετίαν, ξενική κυριαρχία». Όμως, για να επιβληθεί αυτή η «ξενική κυριαρχία» προς όφελος των κερδοσκόπων, δίχως ο ελληνικός λαός να εξεγερθεί ενάντια στις «προστάτιδες» μεγάλες δυνάμεις και το παλάτι, χρειαζόταν να εμπλακεί σε μια ατιμωτική πολεμική περιπέτεια.
Οι Ολυμπιακοί της χρεοκοπίας
Για την προπαρασκευή του εδάφους στήθηκε μια ολόκληρη επιχείρηση εθνικοπατριωτικού «ντοπαρίσματος» του λαού. Σ’ αυτήν πρωτοστάτησε το παλάτι και ο ίδιος ο βασιλιάς Γεώργιος Α’, που δεν έχανε ευκαιρία για υπερφίαλες πολεμοχαρείς εκδηλώσεις, ώστε να εμφανιστεί ως προσωποποίηση του «έθνους» και μέγας στρατηλάτης του «ελληνισμού».
Στο πλαίσιο αυτής της επιχείρησης το παλάτι φρόντισε να αναλάβει η χρεοκοπημένη Ελλάδα και τη διοργάνωση των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων (1896), την οποία είχε αρνηθεί η κυβέρνηση Τρικούπη λόγω της άθλιας δημοσιονομικής κατάστασης, με σκοπό να αναδειχθεί το «πανάρχαιο μεγαλείο» των Ελλήνων και να θαμπωθεί ο «λαουτζίκος» από τις επιβλητικές φιέστες και τη φανταχτερή παρέλαση της ευρωπαϊκής αριστοκρατίας που κατέφθασε μαζικά στην Αθήνα για να προωθήσει κυρίως τα συμφέροντα των δικών της κερδοσκοπικών κύκλων.
Το 1894 μια ομάδα κατώτερων αξιωματικών συνέστησε μια συνωμοτική οργάνωση με την επωνυμία «Εθνική Εταιρεία» και σκοπό «την αναζωπύρωσιν του εθνικού φρονήματος, την επαγρύπνησιν επί των συμφερόντων των δούλων Ελλήνων και την παρασκευήν της απελευθερώσεως αυτών διά πάσης θυσίας». Στην πραγματικότητα, όπως συνέβη πάντα με τις εθνικόφρονες οργανώσεις στην Ελλάδα, ο εθνικοφρονισμός της «εταιρείας» πρακτόρευε συμφέροντα μεγάλων δυνάμεων, ιδιοτελείς επιδιώξεις κύκλων της εξουσίας και προσωπικές φιλοδοξίες των ηγετών της.
Η βρετανική και γερμανική πολιτική είχε εντεταλμένους πράκτορες στην ηγεσία της οργάνωσης, η οποία είχε στενές σχέσεις και με τα ανάκτορα, τόσο με τον βασιλιά Γεώργιο, ο οποίος ήταν όργανο της Βρετανίας, όσο και με τον διάδοχο Κωνσταντίνο, στον οποίο πόνταρε πολλά ο πεθερός του Γερμανός κάιζερ.
Πρόσχημα πολέμου η λαϊκή οργή
Η «Εθνική Εταιρεία» λειτούργησε ως τυπική παραστρατιωτική και παρακρατική οργάνωση με την πλήρη ανοχή και στήριξη του κράτους, η οποία είχε σκοπό την έξαψη ενός δόλιου και δοτού «εθνικού φρονήματος» για τους «αλύτρωτους αδελφούς» στη Μακεδονία, με στόχο όχι την οθωμανική τυραννία, αλλά τον «σλαβικό κίνδυνο». Οι ελεγχόμενες από τα ανάκτορα και χρηματιζόμενες από ξένες πρεσβείες εφημερίδες της εποχής φρόντισαν να μετατρέψουν την εθνικόφρονα δράση της «Εθνικής Εταιρείας» σε δημοφιλές λαϊκό ανάγνωσμα. Όταν το 1896 ξέσπασε μια νέα εξέγερση του κρητικού λαού, μετά τη γενικευμένη σφαγή από τους Οθωμανούς της χριστιανικής συνοικίας των Χανίων, την οποία ο υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας λόρδος Κόρζον χαρακτήρισε ως «προβοκάτσια των χριστιανών εναντίον των Οθωμανών», το παλάτι μαζί με τους ντόπιους και ξένους εθνοκάπηλους άδραξαν την ευκαιρία να αξιοποιήσουν τη λαϊκή οργή και αγανάκτηση για να οδηγήσουν τη χώρα στον πόλεμο με αλυτρωτικά προσχήματα.
Η προδοσία
Στις 28 Μαρτίου 1897 ένοπλοι της «Εθνικής Εταιρείας», γύρω στους δυο χιλιάδες, μαζί με μια μικρή δύναμη Ιταλών εθελοντών υπό τον Κυπριάνι, εξοπλισμένοι από τον ελληνικό στρατό ύστερα από εντολή του παλατιού, εισέβαλαν στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία. Ωστόσο, έπειτα από κάποιες αψιμαχίες με τις μεθοριακές φρουρές των Οθωμανών, οι «σταυραετοί» της εθνικοφροσύνης σκόρπισαν και πανικόβλητοι υποχώρησαν στο ελληνικό έδαφος.
Στις 4 και 5 Απριλίου ξεσπούν αψιμαχίες στην ελληνοτουρκική μεθόριο ανάμεσα στον ελληνικό τακτικό στρατό και τις συγκεντρωμένες τουρκικές δυνάμεις υπό την αρχιστρατηγία του Ετέμ Πασά. Στις 6 Απριλίου αρχίζουν κανονικές εχθροπραξίες στο δυτικό τμήμα των ελληνοτουρκικών συνόρων. Από τότε και μέχρι την επίσημη ανακωχή ο ελληνικός στρατός διακρίνεται για την ταχύτητα της οπισθοχώρησης και αυτοδιάλυσης. Ο τουρκικός στρατός κράτησε τα ελληνικά εδάφη στα βόρεια και ανατολικά της γραμμής ανακωχής μέχρι τις 22 Νοεμβρίου 1897, οπότε υπεγράφη στην Κωνσταντινούπολη η συνθήκη ειρήνης, που διαπραγματεύθηκαν οι μεγάλες δυνάμεις με τον Σουλτάνο ερήμην της Ελλάδας.
Σύμφωνα με τους εδαφικούς όρους αυτής της συνθήκης γίνονταν στη θεσσαλική μεθόριο συνοριακές βελτιώσεις υπέρ της Τουρκίας και της παραχωρήθηκε ο έλεγχος σχεδόν όλων των διόδων στρατηγικής σημασίας. Ταυτόχρονα η Ελλάδα υποχρεώθηκε να πληρώσει μια σημαντική πολεμική αποζημίωση στον Σουλτάνο και να αποδεχθεί την επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου.
Προετοίμασαν το 1932
Ο όρος αυτός, επειδή προκαλούσε το λαϊκό αίσθημα, άλλαξε έπειτα από έναν χρόνο σε Διεθνή Οικονομική Επιτροπή, η οποία αποτελούνταν από έξι αντιπροσώπους των μεγάλων δυνάμεων και λειτουργούσε παρά τον Έλληνα υπουργό Οικονομικών με σκοπό τον άμεσο έλεγχο των δημοσίων υπηρεσιών που ήταν αρμόδιες για την είσπραξη των υπεγγύων προσόδων που είχαν παραχωρηθεί για την αποπληρωμή των ξένων δανειστών του ελληνικού κράτους.
Υπό τον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο προετοιμάστηκε η επόμενη χρεοκοπία της χώρας το 1932. Ωστόσο η σύμβαση επιβολής του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου δεν συγκρίνεται με τη δανειακή σύμβαση που υπέγραψε η τωρινή κυβέρνηση. Ποτέ άλλοτε η εθελοδουλεία δεν έφτασε σε τέτοιο απόγειο, με την κυβέρνηση να αποποιείται «άνευ όρων και αμετάκλητα» την εθνική κυριαρχία.
Όσο παραμένουν οι ίδιες δυνάμεις στη διακυβέρνηση της χώρας, όσο αναγνωρίζουμε το τοκογλυφικό χρέος που μας έχουν κληροδοτήσει και διατηρούμε τα δεσμά που έχουν επιβάλει η Ε.Ε. και το ΔΝΤ, η ιστορία διαρκώς θα επαναλαμβάνεται με χειρότερους και πιο ταπεινωτικούς όρους για τον λαό και τον τόπο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου