Του Δημήτρη Καζάκη
Μετά από το 3ο κατά σειρά επικαιροποιημένο μνημόνιο, την ψήφιση του πολυνομοσχεδίου για τα εργασιακά και την ψήφιση του κρατικού προϋπολογισμού για το 2011, έχουμε μπει σε νέα περίοδο. Το ζητούμενο δεν είναι τόσο οι περικοπές και οι μειώσεις, όσο η δραστική αλλαγή των όρων διάθεσης και αναπαραγωγής της εργασίας. Είναι μέρος των «διαρθρωτικών αλλαγών» που ζητάνε επίμονα οι κηδεμόνες του ΔΝΤ, της ΕΕ και της ΕΚΤ. Το συνολικό καθεστώς προστασίας και δικαιωμάτων της εργατικής δύναμης ανατρέπεται εκ βάθρων. Ο εργαζόμενος μετατρέπεται σιγά-σιγά σε επιχειρηματία του εαυτού του, της εργατικής του δύναμης, δίχως καμμιά δυνατότητα συνδικαλιστικής ή άλλης εκπροσώπησης. Η ίδια η εργασιακή σχέση χάνει το ιδιαίτερο καθεστώς που είχε κατακτήσει μέχρι σήμερα για να μεταβληθεί στην πράξη πρώτα και κατόπιν σε επίπεδο νομοθεσίας σε μια ακόμη σχέση ιδιωτικού δικαίου. Ο εργαζόμενος δεν είναι πλέον τίποτε περισσότερο από ένας ιδιώτης που αναλαμβάνει να διεκπεραιώσει ένα έργο έναντι συγκεκριμένου αντιτίμου. Σε λίγο ακόμη και η έννοια του μισθού θα χαθεί για να αντικατασταθεί με την πολλαπλά μεθερμηνευόμενη έννοια της αμοιβής.
Πολύ σύντομα οι συλλογικές διαπραγματεύσεις και οι δεσμευτικές συλλογικές συμβάσεις θα αποτελέσουν παρελθόν για την μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων ιδιωτικού και δημόσιου τομέα. Έτσι ή αλλιώς έχει ήδη συμβεί αυτό στον ιδιωτικό τομέα, όπου στην πράξη δεν υπάρχει κανενός είδους κατοχύρωση ή προστασία. Μαζί μ’ αυτές θα χαθούν και τα συνδικάτα. Ολόκληρος ο παραδοσιακός τρόπος συγκρότησης των συνδικάτων στην Ελλάδα χάνει το αντικείμενό του. Ιδίως σε συνθήκες μιας μόνιμης τεράστιας ανεργίας, η οποία επισήμως ξεπερνά τις 600 χιλιάδες και ανεπίσημα τους διπλάσιους απασχολούμενους. Η ίδια η εργατική τάξη της χώρας βρίσκεται σε κατάσταση αποσύνθεσης. Όταν ουσιαστικά ένας στους τρεις μισθωτούς βρίσκεται σε κατάσταση μερικής ή ολικής ανεργίας, είναι μάλλον αστείο να μιλά κανείς για οργανωμένη τάξη. Και είναι κάτι παραπάνω από σίγουρο ότι με τέτοια ανεργία κανείς εργαζόμενος δεν μπορεί να νιώθει ασφαλής, ούτε μπορεί στα σοβαρά να διεκδικήσει κάτι καλύτερο για τον εαυτό του και το σύνολο.
Η φτώχεια και η ανέχεια ως οικονομικό κίνητρο
Το σύστημα της μισθωτής εργασίας γεννήθηκε όταν η εργατική δύναμη απέκτησε την ιδιότητα του εμπορεύματος. Στην αρχαιότητα ο θύτης, αυτός δηλαδή που λόγω ανέχειας αναγκαζόταν να δουλέψει για άλλον, ήταν συνώνυμο της πιο απόλυτης εξαχρείωσης. Συχνά σε χειρότερο επίπεδο από τον δούλο. Με την «οικονομία της αγοράς» αυτό το πιο εξαχρειωμένο σύστημα βιοπορισμού του ανθρώπου μετατράπηκε σε κανόνα επιβίωσης για την τεράστια πλειοψηφία του πληθυσμού.
Το σύστημα της μισθωτής εργασίας ενώ συνέτριψε όλες τις προηγούμενες δοξασίες, όλες τις προηγούμενες ρομαντικές αυταπάτες για την «προσωπική δουλειά» και τα ωφελήματα της, τις θρησκευτικές αγκυλώσεις και τις ηθικές αναστολές, έφερε μαζί του την δική του ξεδιάντροπη ηθική: Για πρώτη φορά η πείνα, η ανέχεια, η άμεση φυσική και κοινωνική εξαθλίωση τεραστίων μαζών αποτέλεσαν το πρώτο και καθαριστικό στοιχείο για την ανάπτυξη του σύγχρονου πολιτισμού της κεφαλαιοκρατικής ιδιοκτησίας και της μισθωτής εργασίας.
Έως τότε η φτώχεια και η εξαθλίωση απεικόνιζαν τα όρια της κοινωνίας, αποτελούσαν την απόδειξη πως η κοινωνία δεν διαθέτει την απαιτούμενη παραγωγική ικανότητα για να θρέψει τoν πληθυσμό της. Η φτώχεια, δηλαδή, ήταν αποτέλεσμα της έλλειψης πολιτισμού, του χαμηλού επιπέδου ανάπτυξης των παραγωγικών ικανοτήτων της κοινωνίας. Αντίθετα, στο σύστημα μισθωτής εργασίας η μαζική φτώχεια και η εξαθλίωση αποτελεί τη βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη του πολιτισμού, για την ανάπτυξη των παραγωγικών ικανοτήτων και των δυνατοτήτων της κοινωνίας. Αποτελεί, δηλαδή, το φυσικό πλαίσιο, το κοινωνικό κίνητρο για την ύπαρξη της περιλάλητης «αγοράς εργασίας» και κατά συνέπεια της ανάπτυξης του αστικού πολιτισμού.
Στα πρώτα ιστορικά βήματα του καπιταλισμού η αξία του εμπορεύματος «εργατική δύναμη» δεν αντιστοιχούσε σε τίποτε περισσότερο από τις φυσικές ανάγκες του μεμονωμένου εργάτη, δηλαδή σ’ αυτά που χρειαζόταν ο εργάτης «για να ζει, να εργάζεται και να διαιωνίζεται.»[1] O μεγάλος φυσιοκράτης και υπουργός οικονομικών των Λουδοβίκων, Τυργκό, έγραφε προς τα τέλη του 18ου αιώνα: «Ο κοινός εργάτης που δεν έχει παρά μόνο τα χέρια του και την τέχνη του, κατορθώνει ν’ απολαμβάνει κάτι μόνο εφόσον καταφέρνει να πουλήσει σ’ άλλους την εργασία του. Την πουλά περισσότερο ή λιγότερο ακριβά, αλλά αυτή η τιμή, όσο κι αν είναι περισσότερο ή λιγότερο υψηλή ή χαμηλή, δεν εξαρτάται μονάχα απ’ τον ίδιο: προκύπτει απ’ την συμφωνία που συνάπτει μ’ εκείνον που καταβάλει το τίμημα για την εργασία του. Ο τελευταίος τον πληρώνει όσο πιο λίγο μπορεί και καθώς έχει την δυνατότητα να επιλέξει ανάμεσα σε μεγάλο αριθμό εργατών, προτιμά αυτόν που δουλεύει με τα λιγότερα. Οι εργάτες επομένως είναι αναγκασμένοι να μειώσουν την τιμή, καθώς βρίσκονται σε ανταγωνισμό μεταξύ τους. Σε κάθε είδους εργασία δεν μπορεί να μην συμβεί και πραγματικά αυτό συμβαίνει έτσι ώστε ο μισθός του εργάτη να περιορίζεται στα όσα είναι απολύτως απαραίτητα για την δική του συντήρηση.»[2] Ήταν η εποχή που οι μεγάλες μάζες της φτωχολογιάς της υπαίθρου και των πόλεων, μετατρέπονταν με την βία σε κοινούς εργάτες, στοιβαγμένοι μέσα σε βιομηχανικά γκέτο και σε ποικίλα άσυλα για φτωχούς, που τα αποκαλούσαν «κοινωνικά νεκροταφεία» ή «ζωντανούς τάφους». Ο Κάρολος Ντίκενς, αλλά κι άλλοι συγγραφείς αυτής της εποχής, απέδωσαν με εξαιρετικά γλαφυρό τρόπο την πρωτόγνωρη αθλιότητα, που χαρακτήριζε την περίοδο αυτή γένεσης της εργατικής τάξης.
Όταν, όμως, ο απλός εργάτης λυτρώθηκε από την προσωπική του εξάρτηση στον συγκεκριμένο εργοδότη, βγήκε από τα γκέτο και γλύτωσε από τα άσυλα για φτωχούς, αντιμετώπισε την ανελέητη πραγματικότητα της «ελεύθερης αγοράς». Τότε βρέθηκε μπροστά στην ανάγκη ν’ αντιδράσει στα μεγάλα ρίσκα και στους συντριπτικούς κινδύνους, που αντιμετωπίζει όποιος κινείται στην αγορά και ιδίως όποιος «φέρνει στην αγορά για να πουλήσει το ίδιο το δικό του τομάρι, ξέροντας ότι το μόνο που τον περιμένει είναι το – γδάρσιμο»[3]. Να βρει, δηλαδή, τρόπους να συνυπολογιστεί στην «τιμή της εργασίας» του, ο κίνδυνος να μείνει ανήμπορος από εργατικό ατύχημα, ο κίνδυνος να μείνει άνεργος για μεγάλο χρονικό διάστημα, ο κίνδυνος ν’ αρρωστήσει και να μείνει χωρίς δουλειά κι ο κίνδυνος της απόλυτης εξαθλίωσης όταν γέρος κι ανήμπορος δεν θα μπορεί πλέον να συντηρεί τον εαυτό του.
Έτσι γεννήθηκε το αίτημα της κοινωνικής ασφάλισης, ως αναγκαία αμυντική διεκδίκηση όχι απλά του μεμονωμένου εργάτη, αλλά του συνόλου της τάξης. Μια αμυντική διεκδίκηση όχι μόνο ή κύρια ενάντια στην απληστία της εργοδοσίας, αλλά πρωταρχικά ενάντια στην έμφυτη ασυδοσία της αγοράς γενικά. Αν με τα αιτήματα για καλύτερο μεροκάματο, λιγότερες ώρες δουλειάς και καλύτερες συνθήκες εργασίας, η εργατική τάξη στράφηκε ενάντια στο κεφάλαιο ως εργοδοσία, με το αίτημα της κοινωνικής ασφάλισης στράφηκε ενάντια στην ίδια τη βάση ολόκληρου του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, την ίδια την αγορά. Μόνο έτσι η αξία της «εργατικής δύναμης», τα όρια αναπαραγωγής της «ικανότητας προς εργασία», λυτρώθηκαν από το επίπεδο των φυσικών αναγκών επιβίωσης του μεμονωμένου εργάτη και τέθηκαν σε νέα βάση, σε συλλογική κοινωνική βάση, δηλαδή στη βάση των συλλογικών κοινωνικών αναγκών της εργατικής τάξης.
Η διεκδίκηση της κοινωνικής ασφάλισης λειτούργησε αποφασιστικά ώστε οι εργάτες να υπερβούν την μεμονωμένη διαπραγμάτευση των όρων πώλησης της προσωπικής τους εργατικής δύναμης. Ο εργάτης συνειδητοποίησε ότι η διαιώνισή του δεν μπορεί να ‘ναι το ίδιο «όπως διαιωνίζεται με την αναπαραγωγή του είδους κάθε έμβιο ον» [4]. Αντίθετα, αν ήθελε να γλυτώσει απ’ την καταθλιπτική μιζέρια, που τον καταδικάζει το «μεροδούλι- μεροφάι», έπρεπε άμεσα κι αποφασιστικά να δέσει οργανικά τ’ ατομικά του συμφέροντα κι ανάγκες, με τις συλλογικές κοινωνικές ανάγκες και συμφέροντα της δικής του ιδιαίτερης τάξης. Μόνο σ’ αυτή τη βάση θεμελιώθηκε η συνείδηση σε πλατιά στρώματα εργατών για την ανάγκη οργάνωσής τους στο συνδικάτο, όχι απλά σαν συλλογική άμυνα απέναντι στην εργοδοσία, αλλά σαν κάτι πολύ περισσότερο: ως συγκροτημένη έκφραση μιας ιδιαίτερης κοινωνικής τάξης, των πωλητών του εμπορεύματος εργατική δύναμη, με ιδιαίτερες συλλογικές ανάγκες και συμφέροντα. Έτσι ο εργάτης μπόρεσε να ξεπεράσει την κατάσταση «υποζυγίου», στην οποία τον είχε καταδικάσει εξαρχής το κεφάλαιο κι άρχισε να μετατρέπεται σε κοινωνικό υποκείμενο.
Απ’ αυτή την άποψη δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι τα πρώτα συλλογικά μέτρα κοινωνικής ασφάλισης, αναπτύχθηκαν απ’ τα ίδια τα εργατικά συνδικάτα ήδη απ’ τον 18ο αιώνα. Πρόκειται στην ουσία για «ταμεία εργατικής αλληλοβοήθειας», που αναλάμβαναν την συντήρηση των αρρώστων, των ηλικιωμένων, μαζί και τις χήρες με τα ορφανά. Η συγκρότηση πανεθνικών συνδικαλιστικών οργανώσεων, κυρίως τις πρώτες τρεις δεκαετίες του 19ου αιώνα συνδεόταν οργανικά και με την ανάγκη για ισχυρά «ταμεία εργατικής αλληλοβοήθειας», που θα κάλυπταν το σύνολο της εργατικής τάξης. Έτσι, στην προγραμματική διακήρυξη του «Μεγάλου Εθνικού Ενοποιημένου Συνδικάτου» (Grand National Consolidated Trades Union), που δημιουργήθηκε απ’ τους ίδιους τους εργάτες τον Φεβρουάριο του 1834 στο Λονδίνο, ως συλλογική οργάνωση των επιμέρους συνδικάτων κι εργατικών οργανώσεων της εποχής, διαβάζουμε: «Μεγάλα πλεονεκτήματα πρόκειται να προκύψουν απ’ την δημιουργία, σε κάθε περιφερειακό τομέα, ενός ταμείου για την υποστήριξη των αρρώστων και των ηλικιωμένων.»[5]
Βρισκόμαστε ακόμη στην εποχή που η εργατική τάξη έκανε τα πρώτα βήματά της στην «απόσπασή» της απ’ τις υπόλοιπες τάξεις, στρώματα και θεσμούς της αστικής κοινωνίας κι έτσι θεωρούσε πως μπορούσε να «λύσει» τα προβλήματά της μόνο κι αποκλειστικά με «ίδια μέσα». Κάτι άλλωστε που αποτελεί και μια από τις πρώτες εκδηλώσεις ενός χαρακτηριστικού ταξικού φιλότιμου, μιας ιδιαίτερης υπερηφάνειας κι αξιοπρέπειας της τάξης, η οποία θεωρούσε ότι είναι στοιχειώδης υποχρέωσή της να στηρίξει τα «δικά της» αδύναμα μέλη, παρά να τ’ αφήσει έρμαια της φροντίδας της επίσημης κρατικής ελεημοσύνης, της ιδιωτικής φιλανθρωπίας και των «ανθρώπινων αποθηκών», όπως πολύ εύστοχα αποκαλούσαν τα φτωχοκομεία.
Από τότε η ίδια η κοινωνική ασφάλιση αποτελούσε για κάθε εργάτη μια άμεση, συνεχής πρακτική εκδήλωση της ταξικής του αλληλεγγύης, όχι μόνο ανάμεσα στα διάφορα τμήματα της τάξης του, αλλά κι ανάμεσα στις διαφορετικές γενιές της τάξης του. Η καταβολή απ’ το δικό του προσωπικό υστέρημα στο «κοινό ταμείο», ήταν και παραμένει η έμπρακτη απόδειξη αυτής της ταξικής αλληλεγγύης ανάμεσα στον μεμονωμένο εργάτη και την τάξη του, αποτελεί την πρακτική επιβεβαίωση της οργανικής σύνδεσης των δικών του προσωπικών αναγκών και συμφερόντων, με τις συλλογικές ανάγκες και συμφέροντα της τάξης του. Αυτή τη πρακτική εκδήλωση της ταξικής αλληλεγγύης μέσα απ’ την κοινωνική ασφάλιση, ήταν κάτι που μέτρησε ιδιαίτερα το κεφάλαιο και το κράτος του, όταν αναγκάστηκε να εξετάσει στα σοβαρά την αναγκαιότητα εφαρμογής «κοινωνικής πολιτικής».
Ωστόσο, όταν ο ανελέητος χαρακτήρας της «ελεύθερης αγοράς» ποδοπάτησε τις αρχικές ουτοπικές προσδοκίες της εργατικής τάξης, τότε αυτή συνειδητοποίησε ότι τα διαθέσιμα «ίδια μέσα» της τάξης, οι συγκροτημένες «αδελφότητές» της, αλλά και τα διάφορα «ταμεία εργατικής αλληλοβοήθειας», δεν ήταν καθόλου αρκετά για ν’ αντιμετωπιστεί- πόσο μάλλον να ξεπεραστεί- η κοινωνική και οικονομική ανασφάλεια, το φάσμα της ανέχειας, που την στοιχειώνουν εξυπαρχής. Άρχισε, λοιπόν, να συνειδητοποιεί την ανάγκη επίμονης συλλογικής και οργανωμένης πάλης για την διεκδίκηση όλων εκείνων των αναγκαίων πόρων και μέσων, που είναι απαραίτητα για την αντιμετώπιση των πιο άμεσων κι επειγόντων προβλημάτων της. Κι έτσι οι έως τότε οργανωμένες «αδελφότητες» της εργατικής τάξης, μετατράπηκαν σε πλατιές μαχητικές διεκδικητικές οργανώσεις, σε πραγματικά συνδικάτα της τάξης- όργανα της ταξικής πάλης.
Έτσι σφυρηλατήθηκε η άποψη στους εργάτες ότι η κοινωνική ασφάλιση είναι αποκλειστικά δική τους υπόθεση κι επομένως η συνολική της διαχείριση αφορά αποκλειστικά τους ίδιους και τα συνδικάτα τους. Την εργοδοσία και το κράτος δεν τους αφορούσε παρά μόνο στον βαθμό της εξοικονόμησης «πρόσθετων πόρων». Έτσι έθεσε τα θεμέλια η μισθωτή εργασία για την συγκρότησή της σε οργανωμένη τάξη, που προϋπέθετε την οργάνωσή της σε συνδικάτα και την εξασφάλισή της απέναντι στην ανέχεια και την ανεργία. Σήμερα κλείνει ο ιστορικός κύκλος με την εργατική τάξη να κινδυνεύει να τα χάσει όλα.
Η εργασία ως κόστος της επιχείρησης
Στα 1786 ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς εκπροσώπους του δόγματος της «ελεύθερης αγοράς», ο εξαιρετικά προσφιλής στα αστικά σαλόνια της εποχής αιδεσιμότατος Τζόζεφ Τάουνσεντ, έγραφε: «Φαίνεται να συνιστά νόμο της φύσης το γεγονός ότι οι φτωχοί πρέπει να είναι ως ένα βαθμό δίχως προστασία… Όταν κάποιος αισθάνεται ή φοβάται την πείνα, η επιθυμία να κερδίσει το ψωμί του προδιαθέτει ήσυχα το νου να αντιμετωπίσει τις πιο μεγάλες δοκιμασίες και γλυκαίνει ακόμη και την πιο σκληρή δουλειά.»[6] Πειθάρχηση των εργαζομένων με όπλο την πείνα, αυτή είναι η φύση της «ελεύθερης αγοράς» από τον 18ο αιώνα έως σήμερα. Γι’ αυτό και η δημοκρατία που βασίζεται σε τέτοιους «φυσικούς νόμους», δεν μπορεί παρά να «αποτελεί το ίδιο και το αυτό με την πλουτοκρατία», όπως έγραφε στα 1918 ο Οσβαλντ Σπένγκλερ.[7]
Ολόκληρη η δομή και η συγκρότηση της εργατικής τάξης δημιουργήθηκε ιστορικά για να αντιταχθεί σ’ αυτήν την χειραγώγηση με όπλο την πείνα και την ανέχεια. Σήμερα επιστρέφουμε στο ίδιο σημείο. Μετά την επιβολή της ευλύγιστης εργασίας, περάσαμε από τους απασχολήσιμους, στους επιχειρηματίες της εργατικής δύναμης, που εργοδότης τους είναι η ίδια η αγορά εργασίας και εργάζονται όταν υπάρχει δουλειά και για όσο υπάρχει δουλειά. Το κυνήγι του μεροκάματου, η δεύτερη δουλειά, τα ατελείωτα ωράρια, οι διαρκώς αυξανόμενες υποχρεώσεις, δεν αφήνουν περιθώρια ούτε καν για ελεύθερο χρόνο. Σήμερα, τουλάχιστον 7 στους 10 Έλληνες δεν διαθέτουν καθόλου ελεύθερο χρόνο για τον εαυτό τους και για την οικογένειά τους. Η ζωή τους εκτός εργάσιμου ωραρίου είτε είναι προέκταση της δουλειάς, είτε είναι τόσο λίγη όπου μόλις και μετά βίας μπορούν να ανταπεξέλθουν στις βασικές υποχρεώσεις του νοικοκυριού τους και να ξεκουραστούν. Για το σημερινό εργαζόμενο το 24ωρο γίνεται όλο και πιο στενό για να τα βγάλει πέρα με τις υποχρεώσεις του. Ταυτόχρονα όλο και περισσότεροι εργαζόμενοι αναγκάζονται να εργάζονται στις άδειές τους, μιας και οι διακοπές αποτελούν ένα ολοένα και πιο μακρινό όνειρο, ιδίως για την εργατική οικογένεια. Η πλειοψηφία των Ελλήνων εργαζομένων σήμερα πηγαίνει διακοπές λιγότερο τακτικά και για μικρότερο διάστημα, απ’ ότι συνέβαινε μια γενιά πριν.
Ο ελεύθερος χρόνος δεν είναι μόνο ανύπαρκτος, αλλά δέχεται και μια ανοιχτή επίθεση συκοφάντησης. Ο χρόνος μακριά από τη δουλειά, έξω από τον εξαναγκασμό του βιοπορισμού, θεωρείται πολυτέλεια, ή στην καλύτερη περίπτωση ένα αναγκαίο κακό για την αναπλήρωση των χαμένων δυνάμεων του εργαζόμενου. Η διεκδίκηση του ελεύθερου χρόνου αντιμετωπίζεται περίπου ως συνώνυμο της τεμπελιάς. Στον εργαζόμενο σήμερα δεν αναγνωρίζονται παρά μόνο δυο βασικές ανάγκες, η ανάγκη για δουλειά και η ανάγκη για επιβίωση. Με αυτόν τον τρόπο ο εργαζόμενος χάνει την ανθρώπινη υπόστασή του και υποβαθμίζεται σε κατάσταση υποζυγίου. Την ίδια ώρα οι ανάγκες για ψυχαγωγία, πολιτισμό και επικοινωνία γίνονται αντικείμενα της πιο αισχρής διαστροφής και εκμετάλλευσης προς όφελος του κέρδους.
Πολύ σύντομα ακόμη και τα τελευταία ψήγματα κοινωνικής ασφάλισης που έχουν απομείνει θα εξαφανιστούν. Οι συντάξεις θα υποβαθμιστούν στο επίπεδο μιας ελάχιστης κοινωνικής παροχής. Δεν υπάρχουν πια κοινωνικά δικαιώματα που είναι κατοχυρωμένα για όλους τους εργαζόμενους, παρά μόνο μια άθλια φτωχοπρόνοια για όσους «έχουν πραγματικά ανάγκη», η οποία εξαρτάται από την εκάστοτε κρατική και ιδιωτική φιλανθρωπία.
Έχουμε φτάσει σε μια εποχή όπου η βαθιά κρίση της κεφαλαιοκρατίας αδυνατεί να εξασφαλίσει ακόμη και τα ελάχιστα μέσα προς το ζην για τον εργαζόμενο. Ο μισθός, η αμοιβή της εργασίας δεν μπορεί πλέον να καλύψει ούτε καν τις βασικές ανάγκες του εργαζόμενου και της οικογένειάς του. Γι’ αυτό και δεν αντιμετωπίζεται πλέον από το κράτος και την εργοδοσία ως μέσο βιοπορισμού, αλλά αποκλειστικά και μόνο ως στοιχείο του επιχειρηματικού κόστους. Η βιωσιμότητα της επιχείρησης είναι πέρα και πάνω από την βιωσιμότητα του εργατικού νοικοκυριού. Κι έτσι έχουμε την εξής απόλυτη διαστροφή: δεν είναι οι επιχειρήσεις και η οικονομία που πρέπει να προσαρμοστούν στις ανάγκες βιοπορισμού της εργαζόμενης κοινωνίας, αλλά ακριβώς το αντίθετο.
Η ίδια η έννοια της οικονομίας έχει ταυτιστεί με τις επιχειρήσεις και επομένως όλες οι ανάγκες της κοινωνίας μετρούνται με βάση τα κόστη και τα οφέλη που προσθέτουν στις επιχειρήσεις. Η ίδια η ιδιωτική επιχείρηση έχει μεταβληθεί επίσημα πια σε πρότυπο οργάνωσης της οικονομίας, της κοινωνίας και της πολιτικής. Ο ολοκληρωτισμός που αναδύει αυτή η πρακτική κάνει τις χούντες και τα φασιστικά καθεστώτα να μοιάζουν παρωχημένα.
Ακολουθεί το Β’ Μέρος
[1] William Petty, Political Economy of Ireland, London, 1672, σ. 64.
[2] Turgot, Anne Robert Jacques, Baron De L’ Aulne, Reflections on the Formation and the Distribution of Riches(1770), 1898, σ. 8.
[3] Κάρλ Μάρξ, Το Κεφάλαιο, τομ. πρώτος (Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 1978), σελ. 189
[4] W. Petty, ο.π.
[5] M. Beer, A History of British Socialism, vol. I, (London: G. Bell & Sons, 1929), p. 342.
[6] Joseph Townsend, A Dissertation on the Poor Laws by a well-wisher to Mankind, 1786, σ. 35.
[7] Oswald Spengler, The Decline of the West, vol. two, p. 401.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου