Στη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου της 6/7/2011 ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε στο πρόσφατο κύμα αποδοκιμασιών κατά πολιτικών. Προσπάθησε μάλιστα να εξηγήσει το φαινόμενο, αποδίδοντάς το σε υποκίνηση από διαμορφωτές της κοινής γνώμης, οι οποίοι σιτίζονται από τα ΜΜΕ και επιδιώκουν απεγνωσμένα έναν προσωπικό πολιτικό ρόλο.
Οι παραπάνω αναφορές απηχούν τη νοοτροπία όχι μόνο του τρίτης γενιάς γόνου της παπανδρεϊκής δυναστείας, αλλά και μεγάλου μέρους της «τάξης» των επαγγελματιών πολιτικών. Πολλοί από αυτούς πιστεύουν ότι η πολιτική είναι ένα παίγνιο εξουσίας, όπου μια ελίτ καθοδηγεί άβουλες και απληροφόρητες μάζες προς διάφορες κατευθύνσεις. Το ενδεχόμενο η κίνηση των μαζών να καταστεί κάποια στιγμή αυτόβουλη δεν περνά καν από το μυαλό τους, με αποτέλεσμα να αναζητούν παντού υποκινητές και θεωρίες συνωμοσίας.
Αποδείξεις πάντως, ή έστω και ενδείξεις, για το ποιοι «σιτίζονται» από τα ΜΜΕ δεν υπάρχουν. Αντίθετα υπάρχουν ενδείξεις ότι το «κόμμα» του οποίου ο πρωθυπουργός φέρεται ως «πρόεδρος» (στην πραγματικότητα κληρονομικός ηγεμόνας στην κορυφή πελατειακής πυραμίδας) ίσως να «σιτίζεται» από αφανείς ιδιώτες χρηματοδότες, προφανώς όχι αφιλοκερδώς. Τέτοια ένδειξη συνιστά το από 13/8/2009 ένταλμα επιβολής ποινής (επέχει θέση καταδικαστικής απόφασης) του Ειρηνοδικείου Μονάχου σε βάρος του τέως διευθύνοντος συμβούλου της εταιρείας Siemens στην Ελλάδα. Εκεί γίνεται λόγος για χρηματισμό των δύο ελληνικών «κομμάτων» εξουσίας από την παραπάνω εταιρεία, με σκοπό να επηρεαστούν Έλληνες δημόσιοι λειτουργοί και να παραβούν τα καθήκοντά τους προς όφελος της εταιρείας, ενώ παρατίθενται συγκεκριμένες ημερομηνίες, χρηματικά ποσά και πρόσωπα. Το γεγονός είδε μια εφήμερη δημοσιότητα και στη συνέχεια «λησμονήθηκε» από τα ελληνικά ΜΜΕ. Εξάλλου οι αρμόδιες εισαγγελικές αρχές δεν φαίνεται καν να ασχολήθηκαν με το ενδεχόμενο ο τέως διευθύνων σύμβουλος, οι αρχηγοί και οι ταμίες των δύο μεγάλων «κομμάτων» να έδρασαν κατά τον κρίσιμο χρόνο (2003-2006) ως εγκληματική οργάνωση, κατά την έννοια του άρθρου 187 παρ. 5 (πρώην 3) του Ποινικού Κώδικα.
Όσο για τους «πολιτικούς ρόλους», η μετανεωτερική φεουδαρχία, που κυριαρχεί στην πολιτική σκηνή της χώρας μας, τους θεωρεί αποκλειστικό της προνόμιο, ενώ τους πολίτες τούς θέλει να περιορίζονται σε ρόλους παθητικού θεατή και χειροκροτητή. Η φεουδαρχία αυτή συγκροτείται: πρώτον, από κληρονομικούς πολιτικούς, κατ' αναλογία των κληρονομικών ευγενών του Μεσαίωνα· δεύτερον, από δοτούς ή «κηπουρούς» (εξωκοινοβουλευτικοί υπουργοί, βουλευτές επικρατείας, ευρωβουλευτές κ.ά.), κατ' αναλογία της απονομής τίτλων ευγενείας από τη βασίλισσα της Αγγλίας· τρίτον, από αγοραστές βουλευτικών εδρών, οι οποίοι επιτυγχάνουν την εκλογή τους δαπανώντας παράνομα υπέρογκα ποσά στην προεκλογική εκστρατεία· και τέταρτον, από κομματικούς «επαγγελματίες», δηλαδή όσους έχουν αναλώσει το βίο τους στην υπηρεσία μιας από τις δύο μεγάλες πελατειακές πυραμίδες, διατελώντας συνήθως σε σχέση προσωπικής υποτέλειας προς τον ηγεμόνα της ή κάποιον από τους «βαρόνους» του. Ενίοτε παρεισφρέουν και κάποιοι προερχόμενοι από τους κόλπους της κοινωνίας των πολιτών, χωρίς όμως τούτο να μεταβάλλει τον κατά βάση φεουδαρχικό χαρακτήρα της πολιτικής τάξης.
Η ελληνική κοινωνία πρέπει να αποδομήσει την πολιτική φεουδαρχία και να οικοδομήσει κοινοβουλευτική δημοκρατία και κράτος δικαίου ισάξια στις εσωτερικές τους δομές, και όχι μόνο στην εξωτερική μορφή, προς εκείνα της δυτικής Ευρώπης. Αν δεν το κατορθώσει, η χώρα θα καταντήσει ένα οικονομικά εξαθλιωμένο διεθνές προτεκτοράτο, ένα Κοσσυφοπέδιο πολυτελείας.
* Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου ΑΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου