Όταν γράψαμε –από την πρώτη στιγμή που κατατέθηκε το προσχέδιο Λοβέρδου– «Κοινωνική Ασφάλιση τέλος», ακόμα και άνθρωποι που έχουν βαθιά γνώση των ασφαλιστικών θεμάτων θεώρησαν ότι αυτό ήταν μια αντιπολιτευτική υπερβολή. Στη συνέχεια, καθώς μελετούσαν οι ίδιοι τη δομή του νέου συστήματος και αυτό που παράγουν οι θεμελιώδεις διατάξεις του, μας έδωσαν απόλυτο δίκιο. Μπορεί στις λεπτομέρειες οι δίδυμοι νόμοι των Λοβέρδου-Παπακωνσταντίνου να είναι σκέτη κουρελαρία (αναλυτικά γράφουμε παρακάτω), όμως στη βασική τους στόχευση είναι απόλυτα επιτυχημένοι: καταργούν την Κοινωνική Ασφάλιση.
Η προπαγάνδα της κυβέρνησης και της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, σε συνδυασμό με την κλασική ανικανότητα και τεμπελιά των δυνάμεων της κοινοβουλευτικής και εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, έστρεψαν την προσοχή των εργαζόμενων είτε μόνο στην αύξηση των ορίων ηλικίας είτε σε κάτι απίθανες λεπτομέρειες, όπου υποτίθεται ότι η κυβέρνηση έκανε «βελτιώσεις μέχρι την τελευταία στιγμή, αποδεικνύοντας την προσήλωσή της στον κοινωνικό και πολιτικό διάλογο». Ετσι, η ουσία αυτού του νομοσχέδιου έμεινε εν πολλοίς κρυφή και αποκαλύφτηκε –χωρίς ίχνος υπερβολής– μόνο εκεί που έφτασε η δική μας ζύμωση.
Πριν κάμποσες δεκαετίες, στη Χιλή της δικτατορίας του Πινοσέτ, δηλαδή στο πιο εύφορο έδαφος που θα μπορούσε να βρει, το ΔΝΤ εφάρμοσε για πρώτη φορά το περιβόητο ασφαλιστικό σύστημα των τριών πυλώνων. Ο πρώτος πυλώνας ήταν μια εθνική σύνταξη πείνας. Ο δεύτερος πυλώνας ήταν μια ανταποδοτική σύνταξη, το ύψος της οποίας καθορίζεται με σκληρά ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια. Ο τρίτος πυλώνας ήταν μια συμπληρωματική ιδιωτική ασφάλιση, για όσους μπορούν να την πληρώσουν, δηλαδή για τους πιο εύπορους.
Μ’ αυτό το σύστημα έσπασε η βασική σύμβαση επί της οποίας οικοδομήθηκαν τα ασφαλιστικά συστήματα. Μια σύμβαση που καθιστούσε το κράτος εγγυητή της καταβολής των συντάξεων και συμμέτοχο στη χρηματοδότησή τους. Πλέον, η υποχρέωση του κράτους περιορίστηκε σ’ αυτό που ονομάζεται πρόνοια, δηλαδή τη χορήγηση ενός φιλανθρωπικού βοηθήματος σε όσους το έχουν ανάγκη. Ετσι, η σύνταξη μετατρέπεται σε καθαρά ατομική υπόθεση, αφού υπολογίζεται με τα κριτήρια του λεγόμενου κεφαλαιοποιητικού συστήματος. Το ύψος της σύνταξης συναρτάται με το σύνολο των ασφαλιστικών εισφορών που έχει καταφέρει να συγκεντρώσει κάθε εργαζόμενος σε όλη τη διάρκεια του παραγωγικού του βίου.
Οι αρχές αυτού του συστήματος άρχισαν να πλασάρονται στην Ελλάδα από τη δεκαετία του ‘80, όταν άρχισε η κρίση των ασφαλιστικών ταμείων, ύστερα από μια περίοδο τριών περίπου δεκαετιών άγριας καταλήστευσης των αποθεματικών τους, αλλά και συνεχούς ληστείας των εσόδων τους (εισφοροδιαφυγή και εισφοροκλοπή, άσκηση κρατικής προνοιακής πολιτικής με δαπάνες των Ταμείων κ.λπ.). Οσο τα Ταμεία στην Ελλάδα ήταν «ανώριμα», δηλαδή όσο είχαν περισσότερους ασφαλισμένους παρά συνταξιούχους (δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Κοινωνική Ασφάλιση στην Ελλάδα άρχισε να αναπτύσσεται από τη δεκαετία του ‘50), μοναδικό μέλημα του κράτους ήταν η καταλήστευση των πόρων τους, προς όφελος των καπιταλιστών και του κρατικού προϋπολογισμού. Οταν τα Ταμεία «ωρίμασαν», δηλαδή όταν έπρεπε να πληρώσουν συντάξεις μαζικά, αποκαλύφτηκε ότι τα Ταμεία τους ήταν άδεια.
Αρχισε τότε μια πορεία συνεχών ανατροπών σε βάρος των ασφαλισμένων, εργαζόμενων και συνταξιούχων. Ουδείς δοκίμασε να κάνει τη μεγάλη ανατροπή, μολονότι η φιλοσοφία του συστήματος των τριών πυλώνων επανερχόταν συνεχώς στη δημόσια συζήτηση, είτε ως σύνολο είτε σε βασικά της σημεία. Το έκανε τώρα η κυβέρνηση Παπανδρέου. Χωρίς ν’ ασχοληθεί καθόλου με τον τρίτο πυλώνα, ο οποίος έτσι κι αλλιώς αφορά πολύ λίγους πλέον, λόγω της γενικής ένδειας των εργαζόμενων, έστησε τους δύο πρώτους, καταργώντας την Κοινωνική Ασφάλιση.
♦ Η βασική σύνταξη θα είναι ένα προνοιακό βοήθημα που θα χορηγείται με εισοδηματικά κριτήρια, όπως σαφώς αναφέρεται όχι μόνο στο δωσιλογικό Μνημόνιο, αλλά και στην εισηγητική έκθεση του νομοσχέδιου. Το ύψος της καθορίστηκε στα 360 ευρώ καθαρά υποκριτικά, αφού συναρτάται απολύτως με τη δημοσιονομική πολιτική. Οταν έρθει η ώρα ν’ αρχίσει να καταβάλλεται, και το ύψος της και το εύρος καταβολής της θα καθοριστεί από τις δημοσιονομικές συνθήκες, οι οποίες κάθε άλλο παρά ρόδινες διαγράφονται για το ελληνικό κράτος. Αρκεί μόνο να σκεφτούμε το υπέρογκο χρέος, η εξυπηρέτηση του οποίου έχει γίνει πιο δυσβάστακτη, αφού ανανεώνεται με εξωφρενικής τοκογλυφίας επιτόκια. Εκείνο που πρέπει να σημειωθεί είναι πως δεν πρόκειται για τίποτα καινούργιο από την άποψη της πρόνοιας. Πριν πολλά χρόνια έπαιρναν τέτοια προνοιακά επιδόματα οι αγρότες, ενώ έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε χορηγήθηκε αυτό το προνοιακό βοήθημα και στους λεγόμενους ανασφάλιστους πόλεων. Το καινούργιο είναι πως σ’ αυτόν τον προνοιακό κοινό παρονομαστή θα συνωθούνται πλέον ευρύτατα εργατικά στρώματα. Ο υφυπουργός Εργασίας Γ. Κουτρουμάνης δεν δίστασε να ομολογήσει από το βήμα της Βουλής, πως πρότυπο Ταμείο θεωρεί τον ΟΓΑ!
♦ Η αναλογική σύνταξη θα είναι η μόνη σύνταξη που θα σχετίζεται με τις ασφαλιστικές εισφορές, χωρίς το κράτος να έχει οποιαδήποτε συμμετοχή στη χρηματοδότησή της, αφού η υποχρέωσή του εξαντλείται στη χορήγηση της βασικής σύνταξης. Τα Ταμεία καλούνται να ορίσουν το ύψος αυτής της σύνταξης με αυστηρά κριτήρια βιωσιμότητας, που θα καθορίζονται μέσα από συνεχείς αναλογιστικές μελέτες. Ποια είναι τα στοιχεία που καθορίζουν τη βιωσιμότητα ενός ασφαλιστικού ταμείου; Τα αποθεματικά του, τα έσοδά του από εισφορές και προσόδους περιουσίας, οι δαπάνες που πρέπει να καταβάλλει για συντάξεις και τα γενικά του έξοδα.
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς αναλογιστής για να διαβλέψει τι μέλλει γενέσθαι. Τα αποθεματικά είναι εξανεμισμένα. Οι πρόσοδοι από περιουσιακά στοιχεία ήταν πάντοτε αστείες σε μέγεθος. Οι εισφορές μειώνονται και θα εξακολουθήσουν να μειώνονται, ακόμα και αν υποθέσουμε ότι εξαφανίζεται η εισφοροδιαφυγή (που δεν εξαφανίζεται, ούτε πρόκειται να εξαφανιστεί). Ανεργία, υποαπασχόληση, ελαστικές εργασιακές σχέσεις οδηγούν σε πλήγματα πάνω στη μάζα των ασφαλιστικών εισφορών. Ο αριθμός των συνταξιούχων θα εξακολουθήσει να αυξάνεται, έστω και με χαμηλότερο ρυθμό, λόγω της αύξησης των ορίων ηλικίας. Αρα, περισσότεροι συνταξιούχοι θα πρέπει να «μοιραστούν» μικρότερα έσοδα. Αυτό που ονομάζεται αναλογιστική σχέση (εργαζόμενοι προς συνταξιούχους) είναι ήδη κακή. Επομένως, θα ασκείται μια συνεχής πίεση πάνω στο ύψος των συντάξεων. Το κράτος, χωρίς καμιά υποχρέωση συμμετοχής στη χρηματοδότηση, θα λειτουργεί απλά σαν χωροφύλακας που θα υπαγορεύει τη μείωση των συντάξεων, προκειμένου να εξασφαλίζεται η βιωσιμότητα. Γίνεται έτσι φανερό, ότι η βιωσιμότητα ως λογιστικό μέγεθος δεν έχει καμιά σχέση με τη βιωσιμότητα ως κοινωνικό μέγεθος. Ως κοινωνικό μέγεθος η βιωσιμότητα συνδέεται με το δικαίωμα του εργαζόμενου σε μια αξιοπρεπή ζωή όταν βγει από τον παραγωγικό κύκλο, άρα σε μια αξιοπρεπή σύνταξη. Ως λογιστικό μέγεθος η βιωσιμότητα συνδέεται με την καταλήστευση των Ταμείων από τους καπιταλιστές και με την πλήρη απουσία του κράτους-φοροεισπράκτορα από τη χρηματοδότηση της ασφάλισης.
Αυτό είναι το γενικό σχήμα με το οποίο θα λειτουργήσει η (μη κοινωνική πλέον) ασφάλιση από εδώ και πέρα. Οι υπολογισμοί που κάναμε πάνω σε ορισμένα παραδείγματα, σε προηγούμενα φύλλα της «Κ» δείχνουν για τη συντριπτική πλειοψηφία των εργαζόμενων μια αναλογική σύνταξη γύρω στα 100 ευρώ. Κάποιες αλλαγές που έκανε ο υπουργός Εργασίας στον τρόπο εφαρμογής του ποσοστού αναπλήρωσης (γράψαμε αναλυτικά στο προηγούμενο φύλλο), έγιναν για να ευνοήσουν τους γιάπηδες και τα golden boys με τους υψηλούς μισθούς και τα πολλά χρόνια ασφάλισης, δείχνοντάς μας έτσι ανάγλυφα τον αποκρουστικό χαρακτήρα του νέου ασφαλιστικού συστήματος, που έχει εξαλείψει κάθε στοιχεία «διαγενεακής αλληλεγγύης» (μια «αρχή» για την οποία τόσο καμάρωναν οι εμπνευστές και συνεχιστές των μεταπολεμικών ασφαλιστικών συστημάτων στην Ευρώπη).
Βεβαίως, για μερικά χρόνια θα έχουμε μια μεταβατική κατάσταση. Με σημείο τομής το 2010, οι εργαζόμενοι θα παίρνουν το άθροισμα δυο συντάξεων, μιας με το παλιό σύστημα (για το διάστημα που διήνυσαν στην ασφάλιση μέχρι 31.12.2010) και μιας με το νέο (για το διάστημα από 1.1.2011 μέχρι τη μέρα συνταξιοδότησης). Εύκολα μπορεί να αντιληφθεί κάποιος το γενικό: όσο περισσότερα χρόνια στο νέο σύστημα τόσο το χειρότερο για τη σύνταξη. Αυτό είναι σωστό, όμως συνοδεύεται κατά κανόνα από ένα λάθος. Πολλοί θεωρούν κατοχυρωμένο το τμήμα της σύνταξης για την ασφάλιση μέχρι 31.12.2010. Ούτε αυτό είναι κατοχυρωμένο.
Πέρα από τις «πονηρές» ρήτρες που υπάρχουν στο νόμο (κορυφαία αυτή που περιορίζει τις ασφαλιστικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ, κατοχυρωμένη με βουλοκέρι στο Μνημόνιο), οι ίδιες οι παλινωδίες της κυβέρνησης στο θέμα της χρηματοδότησης των Ταμείων, που αφορά τη μεταβατική λειτουργία του παλιού συστήματος, αποκάλυψαν τις πραγματικές προθέσεις. Στο προσχέδιο έβαλαν μια ολόκληρη λίστα χρηματοδοτήσεων. Μέχρι και για τους κλάδους υγείας. Στο νομοσχέδιο, αφού η τρόικα τους τράβηξε τ’ αυτιά, τα αφαίρεσαν όλα. Μπροστά στο σάλο που ξέσπασε, προσέθεσαν μια παράγραφο που προβλέπει ότι τα Ταμεία «επιχορηγούνται με βάση την ισχύουσα νομοθεσία και ειδικά για τα έτη 2010-2013, τηρουμένων των στόχων του Προγράμματος Σταθερότητας και Ανάπτυξης και του μηχανισμού στήριξηςτης ελληνικής οικονομίας». Το συμπέρασμα είναι πως και το τμήμα της σύνταξης που θα υπολογίζεται με το παλιό σύστημα θα πετσοκοπεί –και μάλιστα άγρια– πολύ πιο σύντομα απ’ όσο φαντάζονται ορισμένοι.
Η Κοινωνική Ασφάλιση έτσι όπως τη γνωρίζαμε έλαβε τέλος. Μετά από μερικά χρόνια, ακόμα και αστοί κοινωνιολόγοι θα γράφουν ότι επήλθε η διάρρηξη του βασικότερου στοιχείου του κοινωνικού συμβόλαιου και μάλιστα πρωτοστατούντων των σοσιαλιστών, που ήταν αυτοί που το καθιέρωσαν στη μεταπολεμική Ευρώπη, φοβούμενοι τις «εξ Ανατολών» επιρροές στο εργατικό κίνημα των χωρών τους. Κάποιοι «μηδενιστές» ή απλώς «αριστεροφλύαροι» θα πουν ότι δεν έχει κανένα νόημα ν’ αγωνίζεσαι για Κοινωνική Ασφάλιση, ν’ αγωνίζεσαι γενικά για μεταρρυθμίσεις που βελτιώνουν τη ζωή των εργατών μέσα στον καπιταλισμό, αλλά πρέπει να επικεντρωθείς σε εκκλήσεις για την προλεταριακή επανάσταση.
Οποιος, όμως, αντιλαμβάνεται τον εμπορευματικό χαρακτήρα της εργατικής δύναμης –όπως μας δίδαξε ο Μαρξ– γνωρίζει ότι η εργατική τάξη δε θα μπορέσει να οργανώσει ποτέ ένα μεγάλο κίνημα, αν δεν είναι σε θέση να αντιστέκεται στους καθημερινούς σφετερισμούς του κεφάλαιου και να διεκδικεί καλύτερους όρους πώλησης του εμπορεύματος «εργατική δύναμη». Η Κοινωνική Ασφάλιση είναι βασικό στοιχείο στον καθορισμό της τιμής της εργατικής δύναμης, έστω και αν δεν φαίνεται σαν τέτοιο (ορθά την έχουν χαρακτηρίσει «έμμεσο μισθό»). Οι ασφαλιστικές διεκδικήσεις ουδέποτε έλειψαν από την παλέτα των εργατικών διεκδικήσεων και ουδέποτε θα λείψουν.
Τώρα, είμαστε αναγκασμένοι να ξεκινήσουμε από την αρχή. Τέρμα πια τα παζάρια για το επιμέρους. Οταν σου τα παίρνουν όλα, έχεις τουλάχιστον την ευκαιρία να αναλογιστείς ποιο είναι το δικό σου «όλον». Να ξεκινήσεις απ’ αυτό που είσαι και να διεκδικήσεις αυτό που δικαιούσαι. Δεν είναι δυνατόν οι παραγωγοί του κοινωνικού πλούτου να αυτοϋποβιβάζονται στο επίπεδο του ζήτουλα. Δεν είναι δυνατόν τα υποζύγια της φορολογίας να κάθονται και ν’ ακούνε τους κυβερνώντες και τα τσιράκια τους να τους λένε ότι ρίχνουν έξω τον προϋπολογισμό. Τώρα είναι η στιγμή που πρέπει να τεθεί η βασική ταξική διεκδίκηση στον τομέα της Κοινωνικής Ασφάλισης.
Η προπαγάνδα της κυβέρνησης και της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, σε συνδυασμό με την κλασική ανικανότητα και τεμπελιά των δυνάμεων της κοινοβουλευτικής και εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, έστρεψαν την προσοχή των εργαζόμενων είτε μόνο στην αύξηση των ορίων ηλικίας είτε σε κάτι απίθανες λεπτομέρειες, όπου υποτίθεται ότι η κυβέρνηση έκανε «βελτιώσεις μέχρι την τελευταία στιγμή, αποδεικνύοντας την προσήλωσή της στον κοινωνικό και πολιτικό διάλογο». Ετσι, η ουσία αυτού του νομοσχέδιου έμεινε εν πολλοίς κρυφή και αποκαλύφτηκε –χωρίς ίχνος υπερβολής– μόνο εκεί που έφτασε η δική μας ζύμωση.
Πριν κάμποσες δεκαετίες, στη Χιλή της δικτατορίας του Πινοσέτ, δηλαδή στο πιο εύφορο έδαφος που θα μπορούσε να βρει, το ΔΝΤ εφάρμοσε για πρώτη φορά το περιβόητο ασφαλιστικό σύστημα των τριών πυλώνων. Ο πρώτος πυλώνας ήταν μια εθνική σύνταξη πείνας. Ο δεύτερος πυλώνας ήταν μια ανταποδοτική σύνταξη, το ύψος της οποίας καθορίζεται με σκληρά ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια. Ο τρίτος πυλώνας ήταν μια συμπληρωματική ιδιωτική ασφάλιση, για όσους μπορούν να την πληρώσουν, δηλαδή για τους πιο εύπορους.
Μ’ αυτό το σύστημα έσπασε η βασική σύμβαση επί της οποίας οικοδομήθηκαν τα ασφαλιστικά συστήματα. Μια σύμβαση που καθιστούσε το κράτος εγγυητή της καταβολής των συντάξεων και συμμέτοχο στη χρηματοδότησή τους. Πλέον, η υποχρέωση του κράτους περιορίστηκε σ’ αυτό που ονομάζεται πρόνοια, δηλαδή τη χορήγηση ενός φιλανθρωπικού βοηθήματος σε όσους το έχουν ανάγκη. Ετσι, η σύνταξη μετατρέπεται σε καθαρά ατομική υπόθεση, αφού υπολογίζεται με τα κριτήρια του λεγόμενου κεφαλαιοποιητικού συστήματος. Το ύψος της σύνταξης συναρτάται με το σύνολο των ασφαλιστικών εισφορών που έχει καταφέρει να συγκεντρώσει κάθε εργαζόμενος σε όλη τη διάρκεια του παραγωγικού του βίου.
Οι αρχές αυτού του συστήματος άρχισαν να πλασάρονται στην Ελλάδα από τη δεκαετία του ‘80, όταν άρχισε η κρίση των ασφαλιστικών ταμείων, ύστερα από μια περίοδο τριών περίπου δεκαετιών άγριας καταλήστευσης των αποθεματικών τους, αλλά και συνεχούς ληστείας των εσόδων τους (εισφοροδιαφυγή και εισφοροκλοπή, άσκηση κρατικής προνοιακής πολιτικής με δαπάνες των Ταμείων κ.λπ.). Οσο τα Ταμεία στην Ελλάδα ήταν «ανώριμα», δηλαδή όσο είχαν περισσότερους ασφαλισμένους παρά συνταξιούχους (δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Κοινωνική Ασφάλιση στην Ελλάδα άρχισε να αναπτύσσεται από τη δεκαετία του ‘50), μοναδικό μέλημα του κράτους ήταν η καταλήστευση των πόρων τους, προς όφελος των καπιταλιστών και του κρατικού προϋπολογισμού. Οταν τα Ταμεία «ωρίμασαν», δηλαδή όταν έπρεπε να πληρώσουν συντάξεις μαζικά, αποκαλύφτηκε ότι τα Ταμεία τους ήταν άδεια.
Αρχισε τότε μια πορεία συνεχών ανατροπών σε βάρος των ασφαλισμένων, εργαζόμενων και συνταξιούχων. Ουδείς δοκίμασε να κάνει τη μεγάλη ανατροπή, μολονότι η φιλοσοφία του συστήματος των τριών πυλώνων επανερχόταν συνεχώς στη δημόσια συζήτηση, είτε ως σύνολο είτε σε βασικά της σημεία. Το έκανε τώρα η κυβέρνηση Παπανδρέου. Χωρίς ν’ ασχοληθεί καθόλου με τον τρίτο πυλώνα, ο οποίος έτσι κι αλλιώς αφορά πολύ λίγους πλέον, λόγω της γενικής ένδειας των εργαζόμενων, έστησε τους δύο πρώτους, καταργώντας την Κοινωνική Ασφάλιση.
♦ Η βασική σύνταξη θα είναι ένα προνοιακό βοήθημα που θα χορηγείται με εισοδηματικά κριτήρια, όπως σαφώς αναφέρεται όχι μόνο στο δωσιλογικό Μνημόνιο, αλλά και στην εισηγητική έκθεση του νομοσχέδιου. Το ύψος της καθορίστηκε στα 360 ευρώ καθαρά υποκριτικά, αφού συναρτάται απολύτως με τη δημοσιονομική πολιτική. Οταν έρθει η ώρα ν’ αρχίσει να καταβάλλεται, και το ύψος της και το εύρος καταβολής της θα καθοριστεί από τις δημοσιονομικές συνθήκες, οι οποίες κάθε άλλο παρά ρόδινες διαγράφονται για το ελληνικό κράτος. Αρκεί μόνο να σκεφτούμε το υπέρογκο χρέος, η εξυπηρέτηση του οποίου έχει γίνει πιο δυσβάστακτη, αφού ανανεώνεται με εξωφρενικής τοκογλυφίας επιτόκια. Εκείνο που πρέπει να σημειωθεί είναι πως δεν πρόκειται για τίποτα καινούργιο από την άποψη της πρόνοιας. Πριν πολλά χρόνια έπαιρναν τέτοια προνοιακά επιδόματα οι αγρότες, ενώ έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε χορηγήθηκε αυτό το προνοιακό βοήθημα και στους λεγόμενους ανασφάλιστους πόλεων. Το καινούργιο είναι πως σ’ αυτόν τον προνοιακό κοινό παρονομαστή θα συνωθούνται πλέον ευρύτατα εργατικά στρώματα. Ο υφυπουργός Εργασίας Γ. Κουτρουμάνης δεν δίστασε να ομολογήσει από το βήμα της Βουλής, πως πρότυπο Ταμείο θεωρεί τον ΟΓΑ!
♦ Η αναλογική σύνταξη θα είναι η μόνη σύνταξη που θα σχετίζεται με τις ασφαλιστικές εισφορές, χωρίς το κράτος να έχει οποιαδήποτε συμμετοχή στη χρηματοδότησή της, αφού η υποχρέωσή του εξαντλείται στη χορήγηση της βασικής σύνταξης. Τα Ταμεία καλούνται να ορίσουν το ύψος αυτής της σύνταξης με αυστηρά κριτήρια βιωσιμότητας, που θα καθορίζονται μέσα από συνεχείς αναλογιστικές μελέτες. Ποια είναι τα στοιχεία που καθορίζουν τη βιωσιμότητα ενός ασφαλιστικού ταμείου; Τα αποθεματικά του, τα έσοδά του από εισφορές και προσόδους περιουσίας, οι δαπάνες που πρέπει να καταβάλλει για συντάξεις και τα γενικά του έξοδα.
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς αναλογιστής για να διαβλέψει τι μέλλει γενέσθαι. Τα αποθεματικά είναι εξανεμισμένα. Οι πρόσοδοι από περιουσιακά στοιχεία ήταν πάντοτε αστείες σε μέγεθος. Οι εισφορές μειώνονται και θα εξακολουθήσουν να μειώνονται, ακόμα και αν υποθέσουμε ότι εξαφανίζεται η εισφοροδιαφυγή (που δεν εξαφανίζεται, ούτε πρόκειται να εξαφανιστεί). Ανεργία, υποαπασχόληση, ελαστικές εργασιακές σχέσεις οδηγούν σε πλήγματα πάνω στη μάζα των ασφαλιστικών εισφορών. Ο αριθμός των συνταξιούχων θα εξακολουθήσει να αυξάνεται, έστω και με χαμηλότερο ρυθμό, λόγω της αύξησης των ορίων ηλικίας. Αρα, περισσότεροι συνταξιούχοι θα πρέπει να «μοιραστούν» μικρότερα έσοδα. Αυτό που ονομάζεται αναλογιστική σχέση (εργαζόμενοι προς συνταξιούχους) είναι ήδη κακή. Επομένως, θα ασκείται μια συνεχής πίεση πάνω στο ύψος των συντάξεων. Το κράτος, χωρίς καμιά υποχρέωση συμμετοχής στη χρηματοδότηση, θα λειτουργεί απλά σαν χωροφύλακας που θα υπαγορεύει τη μείωση των συντάξεων, προκειμένου να εξασφαλίζεται η βιωσιμότητα. Γίνεται έτσι φανερό, ότι η βιωσιμότητα ως λογιστικό μέγεθος δεν έχει καμιά σχέση με τη βιωσιμότητα ως κοινωνικό μέγεθος. Ως κοινωνικό μέγεθος η βιωσιμότητα συνδέεται με το δικαίωμα του εργαζόμενου σε μια αξιοπρεπή ζωή όταν βγει από τον παραγωγικό κύκλο, άρα σε μια αξιοπρεπή σύνταξη. Ως λογιστικό μέγεθος η βιωσιμότητα συνδέεται με την καταλήστευση των Ταμείων από τους καπιταλιστές και με την πλήρη απουσία του κράτους-φοροεισπράκτορα από τη χρηματοδότηση της ασφάλισης.
Αυτό είναι το γενικό σχήμα με το οποίο θα λειτουργήσει η (μη κοινωνική πλέον) ασφάλιση από εδώ και πέρα. Οι υπολογισμοί που κάναμε πάνω σε ορισμένα παραδείγματα, σε προηγούμενα φύλλα της «Κ» δείχνουν για τη συντριπτική πλειοψηφία των εργαζόμενων μια αναλογική σύνταξη γύρω στα 100 ευρώ. Κάποιες αλλαγές που έκανε ο υπουργός Εργασίας στον τρόπο εφαρμογής του ποσοστού αναπλήρωσης (γράψαμε αναλυτικά στο προηγούμενο φύλλο), έγιναν για να ευνοήσουν τους γιάπηδες και τα golden boys με τους υψηλούς μισθούς και τα πολλά χρόνια ασφάλισης, δείχνοντάς μας έτσι ανάγλυφα τον αποκρουστικό χαρακτήρα του νέου ασφαλιστικού συστήματος, που έχει εξαλείψει κάθε στοιχεία «διαγενεακής αλληλεγγύης» (μια «αρχή» για την οποία τόσο καμάρωναν οι εμπνευστές και συνεχιστές των μεταπολεμικών ασφαλιστικών συστημάτων στην Ευρώπη).
Βεβαίως, για μερικά χρόνια θα έχουμε μια μεταβατική κατάσταση. Με σημείο τομής το 2010, οι εργαζόμενοι θα παίρνουν το άθροισμα δυο συντάξεων, μιας με το παλιό σύστημα (για το διάστημα που διήνυσαν στην ασφάλιση μέχρι 31.12.2010) και μιας με το νέο (για το διάστημα από 1.1.2011 μέχρι τη μέρα συνταξιοδότησης). Εύκολα μπορεί να αντιληφθεί κάποιος το γενικό: όσο περισσότερα χρόνια στο νέο σύστημα τόσο το χειρότερο για τη σύνταξη. Αυτό είναι σωστό, όμως συνοδεύεται κατά κανόνα από ένα λάθος. Πολλοί θεωρούν κατοχυρωμένο το τμήμα της σύνταξης για την ασφάλιση μέχρι 31.12.2010. Ούτε αυτό είναι κατοχυρωμένο.
Πέρα από τις «πονηρές» ρήτρες που υπάρχουν στο νόμο (κορυφαία αυτή που περιορίζει τις ασφαλιστικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ, κατοχυρωμένη με βουλοκέρι στο Μνημόνιο), οι ίδιες οι παλινωδίες της κυβέρνησης στο θέμα της χρηματοδότησης των Ταμείων, που αφορά τη μεταβατική λειτουργία του παλιού συστήματος, αποκάλυψαν τις πραγματικές προθέσεις. Στο προσχέδιο έβαλαν μια ολόκληρη λίστα χρηματοδοτήσεων. Μέχρι και για τους κλάδους υγείας. Στο νομοσχέδιο, αφού η τρόικα τους τράβηξε τ’ αυτιά, τα αφαίρεσαν όλα. Μπροστά στο σάλο που ξέσπασε, προσέθεσαν μια παράγραφο που προβλέπει ότι τα Ταμεία «επιχορηγούνται με βάση την ισχύουσα νομοθεσία και ειδικά για τα έτη 2010-2013, τηρουμένων των στόχων του Προγράμματος Σταθερότητας και Ανάπτυξης και του μηχανισμού στήριξηςτης ελληνικής οικονομίας». Το συμπέρασμα είναι πως και το τμήμα της σύνταξης που θα υπολογίζεται με το παλιό σύστημα θα πετσοκοπεί –και μάλιστα άγρια– πολύ πιο σύντομα απ’ όσο φαντάζονται ορισμένοι.
Η Κοινωνική Ασφάλιση έτσι όπως τη γνωρίζαμε έλαβε τέλος. Μετά από μερικά χρόνια, ακόμα και αστοί κοινωνιολόγοι θα γράφουν ότι επήλθε η διάρρηξη του βασικότερου στοιχείου του κοινωνικού συμβόλαιου και μάλιστα πρωτοστατούντων των σοσιαλιστών, που ήταν αυτοί που το καθιέρωσαν στη μεταπολεμική Ευρώπη, φοβούμενοι τις «εξ Ανατολών» επιρροές στο εργατικό κίνημα των χωρών τους. Κάποιοι «μηδενιστές» ή απλώς «αριστεροφλύαροι» θα πουν ότι δεν έχει κανένα νόημα ν’ αγωνίζεσαι για Κοινωνική Ασφάλιση, ν’ αγωνίζεσαι γενικά για μεταρρυθμίσεις που βελτιώνουν τη ζωή των εργατών μέσα στον καπιταλισμό, αλλά πρέπει να επικεντρωθείς σε εκκλήσεις για την προλεταριακή επανάσταση.
Οποιος, όμως, αντιλαμβάνεται τον εμπορευματικό χαρακτήρα της εργατικής δύναμης –όπως μας δίδαξε ο Μαρξ– γνωρίζει ότι η εργατική τάξη δε θα μπορέσει να οργανώσει ποτέ ένα μεγάλο κίνημα, αν δεν είναι σε θέση να αντιστέκεται στους καθημερινούς σφετερισμούς του κεφάλαιου και να διεκδικεί καλύτερους όρους πώλησης του εμπορεύματος «εργατική δύναμη». Η Κοινωνική Ασφάλιση είναι βασικό στοιχείο στον καθορισμό της τιμής της εργατικής δύναμης, έστω και αν δεν φαίνεται σαν τέτοιο (ορθά την έχουν χαρακτηρίσει «έμμεσο μισθό»). Οι ασφαλιστικές διεκδικήσεις ουδέποτε έλειψαν από την παλέτα των εργατικών διεκδικήσεων και ουδέποτε θα λείψουν.
Τώρα, είμαστε αναγκασμένοι να ξεκινήσουμε από την αρχή. Τέρμα πια τα παζάρια για το επιμέρους. Οταν σου τα παίρνουν όλα, έχεις τουλάχιστον την ευκαιρία να αναλογιστείς ποιο είναι το δικό σου «όλον». Να ξεκινήσεις απ’ αυτό που είσαι και να διεκδικήσεις αυτό που δικαιούσαι. Δεν είναι δυνατόν οι παραγωγοί του κοινωνικού πλούτου να αυτοϋποβιβάζονται στο επίπεδο του ζήτουλα. Δεν είναι δυνατόν τα υποζύγια της φορολογίας να κάθονται και ν’ ακούνε τους κυβερνώντες και τα τσιράκια τους να τους λένε ότι ρίχνουν έξω τον προϋπολογισμό. Τώρα είναι η στιγμή που πρέπει να τεθεί η βασική ταξική διεκδίκηση στον τομέα της Κοινωνικής Ασφάλισης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου