ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΛΑΠΑΤΣΙΩΡΑ*
Οι διαπραγματεύσεις με τις τράπεζες και τους υπόλοιπους ιδιώτες πιστωτές δεν έχουν ως ενδεχόμενο την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ. Η όλη σχετική συζήτηση αποτελεί κινδυνολογία με κύριο στόχο την οικοδόμηση συναίνεσης στις πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης και συγχρόνως να εμποδίσει τη συζήτηση των εναλλακτικών επιλογών απέναντι σε αυτές.
* Ο Σπύρος Λαπατσιώρας διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Κρήτης
Οι διαπραγματεύσεις με τις τράπεζες και τους υπόλοιπους ιδιώτες πιστωτές δεν έχουν ως ενδεχόμενο την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ. Η όλη σχετική συζήτηση αποτελεί κινδυνολογία με κύριο στόχο την οικοδόμηση συναίνεσης στις πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης και συγχρόνως να εμποδίσει τη συζήτηση των εναλλακτικών επιλογών απέναντι σε αυτές.
Ο στόχος αποκατάστασης της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, με βάση τη συμφωνία της 26ης Οκτώβρη, δεν πρόκειται -σύμφωνα με την πορεία που ακολουθείται- να επιτευχθεί ακόμη και με 100% συμμετοχή και χαμηλά επιτόκια, όχι σαν αυτά τα οποία ζητούν οι Έλληνες και ξένοι τραπεζίτες. Όλοι οι εμπλεκόμενοι αναγνωρίζουν ότι οι προϋποθέσεις που βασίστηκε η συμφωνία αυτή ήταν πολύ αισιόδοξες και η πορεία των πραγμάτων τις καθιστά άκυρες, θέτοντας επί τάπητος τον ανασχεδιασμό. Επιπρόσθετα, η διαγραφή δημόσιου χρέους κατά 50% είναι λίγη με όρους βιωσιμότητας και αποφασίστηκε με βάση την προστασία των ειδικών συμφερόντων του τραπεζικού συστήματος, κριτήριο που καθόρισε και καθορίζει και τις επιλογές της κυβέρνησης. Με άλλα λόγια, ακόμη και η επίτευξη των λογιστικών στόχων της διαγραφής του χρέους που αποτυπώθηκαν με τη συμφωνία συνεπάγεται αυξημένα μεγέθη χρηματοδότησης για τα κράτη της Ε.Ε. και το ΔΝΤ και πιθανότατα εξεύρεση νέων πηγών χρηματοδότησης.
Ωστόσο, το πιο λογικό αποτέλεσμα είναι ότι η συμφωνία θα ολοκληρωθεί στο αμέσως επόμενο διάστημα και θα προσεγγίζει τους λογιστικούς στόχους που έχουν τεθεί, ακόμη και αν αυτό συνεπάγεται τη συμπερίληψη, με κάποια μορφή, των ομολόγων που κατέχει η ΕΚΤ. Οι πληρωμές των CDS δεν αφορούν την Ελλάδα, αποτελούν μικρό μέγεθος για να απειλεί τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος· επομένως, η επιβολή ρητρών συλλογικής δράσης αποτελεί αξιόπιστη απειλή υπό τον όρο ότι κάμπτονται οι αντιρρήσεις της ΕΚΤ, οι οποίες υπό τον κίνδυνο αποτυχίας της συμφωνίας θα καμφθούν.
ΔΝΤ και Γερμανία επιθυμούν τη σοβαρή μείωση του ελληνικού δημόσιου χρέους για πολλούς λόγους. Η μη-επίτευξη των στόχων σημαίνει ότι για να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα θα πρέπει να αναλάβουν πολύ μεγαλύτερο κόστος οι ίδιοι ή μία νέα διαδικασία PSI, η οποία θα ξανανοίξει τη συζήτηση στην Ευρώπη για την αναδιάρθρωση χρέους με χειρότερους όρους - ειδικά αν σκεφτούμε ότι η υποβάθμιση της πιστωτικής αξιοπιστίας της Γαλλίας και των άλλων ευρωπαϊκών χωρών σηματοδοτεί την αναγκαιότητα αναθεώρησης της συνολικής στρατηγικής που έχει αποτυπωθεί στη συμφωνία της 26ης Οκτωβρίου. Σημαίνει επίσης λιγότερες χρηματοδοτικές απαιτήσεις και συγχρόνως ανοίγει τη δυνατότητα αυξημένων περιθωρίων στον ανασχεδιασμό του προγράμματος για την Ελλάδα (δίνει καλύτερους όρους στη μελλοντική συζήτηση για αναδιάρθρωση και των δανείων της Ε.Ε.). Η ακύρωση του PSI, όπως έχει προταθεί, σημαίνει μείζονα αλλαγή της προσέγγισης, που δεν φαίνεται να συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις να συντελεστεί. Η υπάρχουσα πολιτική, όπως έχει σχεδιαστεί, προϋποθέτει, αναγκαία, αναδιαρθρώσεις χρέους.
Επομένως, η απειλή ότι αν δεν υπάρξει συμφωνία, τότε θα υπάρξει μονομερές μη-εθελοντικό “κούρεμα”, με μεγαλύτερο ποσοστό “κουρέματος” και χαμηλότερα επιτόκια, είναι αρκετά αξιόπιστη ώστε οι τράπεζες να οδηγηθούν ξανά στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, αποδεχόμενες όρους που να εξυπηρετούν τους στόχους που έχουν τεθεί. Παρ' όλο που στο πλαίσιο της υπάρχουσας πολιτικής η απόφαση ενός μονομερούς μη-εθελοντικού “κουρέματος”, που θα αφορά όλους τους κατόχους ομολόγων (και την ΕΚΤ), θα οδηγούσε σε πιο βιώσιμη εικόνα του δημόσιου χρέους, ωστόσο έχει επιπλοκές για το υπάρχον πλαίσιο διαχείρισης που την καθιστούν τρίτη καλύτερη λύση. Το πότε θα ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις είναι ασαφές. Κυρίαρχη τάση αποτελεί το αμέσως επόμενο διάστημα. Ωστόσο, δεν αποκλείεται ένας χρόνος αρκετών εβδομάδων, με συνέπεια τη σημαντική περιπλοκή της κατάστασης.
Ανεξάρτητα, ωστόσο, από τη διαδικασία με την οποία θα οδηγηθούμε στη διαγραφή ενός τμήματος του δημοσίου χρέους, η υπάρχουσα πολιτική συνεπάγεται πρωτόφαντη ένταση του κοινωνικού πολέμου: η επίθεση σε εργατικά δικαιώματα, κοινωνικό κράτος και η οικοδόμηση νέων μορφών κερδοφορίας για τους κεφαλαιούχους, που θα ακολουθήσει, θα είναι πολύ ισχυρότερη απ’ ό,τι συναντήσαμε μέχρι τώρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου