«Αυξήσεις στους πραγματικούς μισθούς στα όρια ή λίγο κατώτερες της αύξησης της παραγωγικότητας, σαν συνθήκη μεσοπρόθεσμης διατηρησιμότητας της ανταγωνιστικότητας τιμών, αλλά και συντήρησης του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών. Προώθηση στοχευμένων παραγωγικών δημοσίων επενδύσεων, που ταυτόχρονα θα ενισχύουν την ζήτηση, αλλά και το παραγωγικό δυναμικό της οικονομίας. Οι δημόσιες επενδύσεις έχουν τόσο ισχυρή θετική επίδραση στη δραστηριότητα, που τελικά δεν επιβαρύνουν το έλλειμμα, ανεξάρτητα από τον τρόπο χρηματοδότησης τους.
Η περικοπή τους τα τελευταία χρόνια για δημοσιονομικούς (αλλά και γραφειοκρατικούς) λόγους ήταν ολέθριο σφάλμα, με δυσμενείς επιπτώσεις στη δραστηριότητα, αλλά και το έλλειμμα».
Οι παραπάνω προτάσεις δεν προέρχονται από κάποιο θινκ τανκ ριζοσπαστών αντι-μνημονιακών οικονομολόγων. Διατυπώθηκαν από το ΙΟΒΕ, το επίσημο κέντρο μελετών της ελληνικής επιχειρηματικής κοινότητας, και κατατέθηκαν υπό την μορφή προτάσεων κι ως «βραχυχρόνια μέτρα για άμεση ενίσχυση της ζήτησης και ανάκαμψη της δραστηριότητας». Πρόκειται για συστάσεις που δεν είναι συνηθισμένες, αποκλίνουν σημαντικά και ασυνήθιστα των κοινότοπων οδηγιών που διατυπώνονται κάθε τρεις και λίγο, επαναλαμβάνοντας το γνωστό τροπάρι για μείωση μισθών και ημερομισθίων και ελαστικοποίηση της εργασίας!
Η έκθεση του ΙΟΒΕ μάλιστα, που επικρίνει σε βάθος τις προτεραιότητες και τις κατευθύνσεις δράσης που επέβαλε το Μνημόνιο τον Μάιο του 2010, δεν διστάζει να δείξει με αριθμούς ότι «κάτι δεν πάει καλά», με βάση δικιά του φράση. Στα δημοσιονομικά, για παράδειγμα, το δημόσιο χρέος αναφέρει πως από 144,9% του ΑΕΠ το 2010 έφθασε το 2011 το 161,7%, ενώ το δημοσιονομικό έλλειμμα παραμένει κολλημένο στο 10%. Στην δε παραγωγική οικονομία η κατάσταση είναι πιο δραματική καθώς η ανεργία το 2011 έφθασε το 17% και το 2012 αναμένεται να ξεπεράσει το 18% του εργατικού δυναμικού. Ενώ, το παραγωγικό κενό (η διαφορά μεταξύ τρέχουσας παραγωγής και της δυνητικής παραγωγικής ικανότητας της οικονομίας) εκτιμάται από -8% έως -11% αναλόγως της μεθόδου εκτίμησης.
Ο επιστημονικός σύμβουλος του ΙΟΒΕ, Νίκος Ζόνζηλος, συμπεραίνει μάλιστα ότι η σωρευτική μείωση μισθών σε πραγματικούς όρους τη διετία 2010-2011 πάνω από 14% δεν οδήγησε σε μείωση των τιμών αλλά αύξησε το περιθώριο κέρδους. Με άλλα λόγια έμποροι και βιομήχανοι βελτίωσαν τα έσοδά τους αφήνοντας τις τιμές των εμπορευμάτων στα γνωστά, δυσθεώρητα και δυσπρόσιτα ύψη! Το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών ζητάει ευθέως την αναθεώρηση της οικονομικής πολιτικής που εφαρμόζεται, προκρίνοντας την ανάγκη πρώτα να επιβληθούν οι δομικές μεταρρυθμίσεις και μετά να ληφθούν μέτρα που αφορούν την αγορά εργασίας, ώστε οι αλλαγές στα εργασιακά να μην μείνουν στον αέρα, όπως τώρα.
Ακόμη κι έτσι όμως, αν θεωρήσουμε δηλαδή πως τα συστατικά του μίγματος ήταν σωστά αλλά τοποθετήθηκαν σε λάθος σειρά, οφείλουμε να κρατήσουμε την αγωνία του ΙΟΒΕ που εκφράζεται χωρίς πολιτικές σκοπιμότητες και δογματισμούς: «γιατί η εφαρμοσθείσα οικονομική πολιτική είχε τόσο πενιχρά αποτελέσματα, ενώ πολλά μεγέθη σαφώς επιδεινώθηκαν; Γιατί τα αποτελέσματα είναι αντίθετα των επιδιωκομένων; Γιατί, παρά την προσπάθεια και τις θυσίες, ο δρόμος για την επιστροφή στην ισορροπία διαρκώς μακραίνει και, βέβαια, η αγανάκτηση της κοινωνίας ανεβαίνει και η υπομονή εξαντλείται;» Πρόκειται για ερωτήματα που συζητά όλη η αγορά και οι καθημερινοί άνθρωποι.
Το ερώτημα ωστόσο είναι τι θα πράξει το ΙΟΒΕ τώρα που συζητιέται το νέο Μνημόνιο, το οποίο θα συνοδεύσει τη νέα δανειακή σύμβαση και το PSI+, επιβάλλοντας μέτρα λιτότητας και μείωσης μισθών και εισοδημάτων, στα χνάρια ακριβώς του πρώτου Μνημονίου. Αυτού που απέτυχε παταγωδώς βυθίζοντας την ελληνική οικονομία σε ένα φαύλο κύκλο ύφεσης. Θα αξιοποιήσει τα συμπεράσματά του και το επιστημονικό του κύρος ζητώντας να μην εφαρμοστούν αυτά τα μέτρα και, στον αντίποδα, να δοθούν μισθολογικές αυξήσεις ή θα σφυρίζει και τώρα αδιάφορα, όπως έκανε την Άνοιξη του 2010, περιμένοντας να τοποθετηθεί κατόπιν εορτής;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου