ΤΟΥ ΑΛΕΚΟΥ ΚΑΛΥΒΗ
Οι τελευταίες εξελίξεις δείχνουν ότι επισπεύδεται η διαδικασία ανασύνθεσης του πολιτικού σκηνικού, με όρους που να καλύπτουν τις σύγχρονες ανάγκες της αστικής τάξης και του άγριου καπιταλισμού στον οποίο οδηγούμαστε σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Ο Γεώργιος Παπανδρέου, αφού τους έκανε τη βρόμικη δουλειά, πετάγεται τώρα στην πυρά, όχι μόνο διά των άρθρων του κ. Ψυχάρη αλλά και με τις παρεμβάσεις Σημίτη και Προβόπουλου που όψιμα ανακαλύπτουν αντίστοιχα μοιραία λάθη ή λάθος δοσολογία πολιτικών, καθώς και με τις βολές από τους δελφίνους στο εσωτερικό του κόμματός του.
Η κυρία Διαμαντοπούλου αναζητεί για το μέλλον ένα πρωθυπουργό τύπου Παπαδήμου, ενώ ο κ. Μάνος ομνύει στην ανάγκη επιστροφής του κ. Σημίτη. Όλα αυτά τεκταίνονται στο φόντο των νέων αντεργατικών αναδιαρθρώσεων που συνεχίζουν να σκοτώνουν την ανάπτυξη της χώρας, να υποθηκεύουν το μέλλον της με νέα δυσβάσταχτα χρέη και να εξοντώνουν την κοινωνία. Όλα αυτά γίνονται, επίσης, στο όνομα της νέας -πολύ πιο συντηρητικής- μεταπολίτευσης που χρειάζεται ένα νέο είδος πολιτικού προσωπικού που δεν θα υποκύπτει στην πίεση του πολιτικού κόστους, που δεν θα ιδρώνει καθόλου το αφτί του από τις οιμωγές της κοινωνίας, που θα ταυτίζει τον εκσυγχρονισμό της οικονομίας και της κοινωνίας με ό,τι πιο αντεργατικό έχει γνωρίσει ο τόπος.
Οι τελευταίες εξελίξεις δείχνουν ότι επισπεύδεται η διαδικασία ανασύνθεσης του πολιτικού σκηνικού, με όρους που να καλύπτουν τις σύγχρονες ανάγκες της αστικής τάξης και του άγριου καπιταλισμού στον οποίο οδηγούμαστε σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Ο Γεώργιος Παπανδρέου, αφού τους έκανε τη βρόμικη δουλειά, πετάγεται τώρα στην πυρά, όχι μόνο διά των άρθρων του κ. Ψυχάρη αλλά και με τις παρεμβάσεις Σημίτη και Προβόπουλου που όψιμα ανακαλύπτουν αντίστοιχα μοιραία λάθη ή λάθος δοσολογία πολιτικών, καθώς και με τις βολές από τους δελφίνους στο εσωτερικό του κόμματός του.
Η κυρία Διαμαντοπούλου αναζητεί για το μέλλον ένα πρωθυπουργό τύπου Παπαδήμου, ενώ ο κ. Μάνος ομνύει στην ανάγκη επιστροφής του κ. Σημίτη. Όλα αυτά τεκταίνονται στο φόντο των νέων αντεργατικών αναδιαρθρώσεων που συνεχίζουν να σκοτώνουν την ανάπτυξη της χώρας, να υποθηκεύουν το μέλλον της με νέα δυσβάσταχτα χρέη και να εξοντώνουν την κοινωνία. Όλα αυτά γίνονται, επίσης, στο όνομα της νέας -πολύ πιο συντηρητικής- μεταπολίτευσης που χρειάζεται ένα νέο είδος πολιτικού προσωπικού που δεν θα υποκύπτει στην πίεση του πολιτικού κόστους, που δεν θα ιδρώνει καθόλου το αφτί του από τις οιμωγές της κοινωνίας, που θα ταυτίζει τον εκσυγχρονισμό της οικονομίας και της κοινωνίας με ό,τι πιο αντεργατικό έχει γνωρίσει ο τόπος.
Η επιδίωξη αυτή, για να πετύχει, προϋποθέτει τον μετασχηματισμό των σημερινών κομμάτων σε έναν μη ανταγωνιστικό διπολισμό, με διάφορους πρόθυμους από δεξιά και αριστερά, που εύκολα θα συνεργάζεται, και κυρίως την αλλαγή της κουλτούρας της πολιτικής ελίτ που πρέπει να αναζητήσει νέες συμμαχίες στη «σιωπηρή πλειοψηφία», στις «υγιείς» δυνάμεις του αστισμού, αλλά και στα στρώματα εκείνα που αδιαφορούν για την πολιτική και τα δικαιώματα και απλώς κάνουν καλά τη δουλειά τους, όπως συχνά-πυκνά αναφέρει στην αρθρογραφία του ο κ. Παπαχελάς. Ο χρόνος των εκλογών αποτελεί εμπόδιο για το σύστημα και γι' αυτό πιέζουν αφόρητα τον κ. Σαμαρά να δεχτεί την αναβολή τους, ο οποίος, όμως, βλέπει ότι έτσι χάνεται το τρένο για τη δική του πρωθυπουργία και γι' αυτό αντιστέκεται ακόμη.
Οι μεγαλοπαράγοντες του συστήματος δουλεύουν και απεργάζονται τα σενάριά τους και υπάρχει ο κίνδυνος μέσα σε μια κατάσταση «άπνοιας» του μαζικού κινήματος και στον συνεχιζόμενο κατακερματισμό της αριστεράς να πετύχουν τον στόχο τους. Δηλαδή: να δέσουν την τύχη της χώρας για δεκαετίες, να υποτάξουν την κοινωνία σε ένα βάρβαρο οικονομικό σύστημα και να διασφαλίσουν ταυτόχρονα ένα ολιγαρχικό πολιτικό σύστημα με ένα μνημονιακό μπλοκ εξουσίας, που θα εξασφαλίζει μια συναίνεση βασισμένη στον φόβο, στα εκβιαστικά διλήμματα και τα αδιέξοδα της ελληνικής κοινωνίας.
Στα ερείπια της χώρας χτίζουν το δικό τους μέλλον. Δεν πρέπει να τους το επιτρέψουμε.
Υπάρχουν δύο κεντρικά ζητήματα πάνω στα οποία πρέπει να εργαστούμε. Το πρώτο αφορά την επανενεργοποίηση του κινήματος και το δεύτερο αφορά την κοινή δράση και συμπαράταξη της αριστεράς. Σχετικά με το πρώτο είναι σαφές ότι δεν μπορείς να πατάς κουμπιά και να βγαίνει ο κόσμος στους δρόμους. Ούτε μπορεί ο βολονταρισμός των αριστερών να υποκαταστήσει ένα κίνημα που κινείται με τους δικούς του όρους. Μπορεί όμως η παρέμβαση των αριστερών ανθρώπων μέσα στο κίνημα και στα συνδικάτα, εφόσον βασίζεται σε μια πρακτική πλατιάς συσπείρωσης, μαχητικότητας, παραδειγματικής συμπεριφοράς, σωστής επιλογής στόχων, να μετασχηματίσει την οργή του κόσμου σε αγωνιστική στάση και την απογοήτευση σε ελπίδα, ώστε η εργατική τάξη και ο λαός να ξεσηκωθούν και πάλι. Πρέπει -χωρίς στενότητες και διαιρετικές πρακτικές- να ενισχύουμε ό,τι κινείται αγωνιστικά, να συντονίζεται η πάλη σε εργασιακό, τοπικό και κεντρικό επίπεδο, να δημιουργούμε παντού μικρές ρήξεις και δράσεις οι οποίες να συνενώνονται σε καλά προετοιμασμένα μεγάλα γεγονότα.
Αυτή την ώρα που δρομολογείται η εξαιρετικά ασύμφορη συμφωνία για το χρέος, που προετοιμάζεται μια νέα σύμβαση εξόντωσης των εργαζομένων, θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένα ενιαίο κέντρο αγώνα με ένα δίκτυο που θα συνένωνε όλες τις επί μέρους προσπάθειες των συνδικάτων, των φορέων και των κινημάτων, ώστε να βγει η αγωνιζόμενη κοινωνία δυναμικά πάλι στο προσκήνιο.
Όσον αφορά το δεύτερο. Η αριστερά δεν δείχνει έτοιμη να δημιουργήσει τις στοιχειώδεις προϋποθέσεις μιας κοινής πολιτικής δράσης, πόσο μάλλον να συμπαραταχθεί σε ένα σχήμα ενότητας που θα διεκδικούσε την εξουσία σε αυτή την περίοδο κατάρρευσης του δικομματισμού και αναδιάταξης του πολιτικού σκηνικού, που θα ήταν η ευκταία λύση. Ο στόχος της δημιουργίας της μεγάλης συμπαραταγμένης αριστεράς παραμένει ζωντανός και η πλειοψηφία του αριστερού κόσμου παλεύει για την εκπλήρωσή του. Οι δυσκολίες και οι αρνήσεις δεν πρέπει να υποστείλουν τις προσπάθειές μας.
Ας ξεκινήσουμε, όμως, από το πιο απλό: να κάτσουν οι δυνάμεις της αριστεράς σε ένα τραπέζι που να τους χωρά όλους και να τεθούν όλα τα ζητήματα που αφορούν την κοινή δράση στο κίνημα, την αναζήτηση κοινών θέσεων, την καταγραφή των διαφορών, την εξέταση της δυνατότητας κοινών πολιτικών πρωτοβουλιών, το ενδεχόμενο σταδιακής αναβάθμισης της συνεργασίας. Η δημιουργία ενός φόρουμ διαλόγου χωρίς προκαταβολικές δεσμεύσεις, αποσυνδεδεμένου από τη συγκυρία των εκλογών -στις οποίες η κάθε αριστερή δύναμη θα κάνει αυτονόητα τις επιλογές της-, είναι μια διαδικασία που θα μπορούσε να δοκιμαστεί. Αν δεν μπορούμε να υλοποιήσουμε το μείζον, ας κάνουμε τουλάχιστον το έλασσον κι ας αφήσουμε ανοιχτή την πόρτα για το μέλλον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου