του Γιάννη Τριάντη
Ας εκληφθεί το ερώτημα ως υπόθεση εργασίας: Αν η Ελλάδα υλοποιούσε κατά γράμμα την πολιτική του Μνημονίου, θα βρισκόταν σήμερα σε καλύτερη μοίρα; Θα μπορούσε, δηλαδή, να βγει στις αγορές το 2011, όπως έλεγαν οι θιασώτες της πολιτικής αυτής, και θα απέφευγε τον κίνδυνο χρεοκοπίας; Το ερώτημα δύναται να θεωρηθεί μείζον, αφ’ ης στιγμής η χώρα εγκαλείται για αδυναμία –ή άρνηση– να προωθήσει ευρέως δομικές μεταρρυθμίσεις...
Ας εκληφθεί το ερώτημα ως υπόθεση εργασίας: Αν η Ελλάδα υλοποιούσε κατά γράμμα την πολιτική του Μνημονίου, θα βρισκόταν σήμερα σε καλύτερη μοίρα; Θα μπορούσε, δηλαδή, να βγει στις αγορές το 2011, όπως έλεγαν οι θιασώτες της πολιτικής αυτής, και θα απέφευγε τον κίνδυνο χρεοκοπίας; Το ερώτημα δύναται να θεωρηθεί μείζον, αφ’ ης στιγμής η χώρα εγκαλείται για αδυναμία –ή άρνηση– να προωθήσει ευρέως δομικές μεταρρυθμίσεις...
Εν πρώτοις ας δούμε ποιες είναι αυτές οι περιώνυμες «δομικές μεταρρυθμίσεις», όπως τις επισημαίνουν οι εταίροι, η «τρόικα», το ΔΝΤ και οι λοιποί της καταγγελτικής χορείας. Πρόκειται, λοιπόν, για τη δραστική αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, την εκ βάθρων ανακαίνιση της διοίκησης, την εγκαθίδρυση σταθερού φορολογικού καθεστώτος, την απελευθέρωση των κλειστών επαγγελμάτων, τη δραστική μείωση των δημοσίων υπαλλήλων και τις αποκρατικοποιήσεις. Αυτά σε γενικές γραμμές, υπό την έννοια ότι σημαντικά ζητήματα, όπως π.χ. η καταπολέμηση της γραφειοκρατίας, η οποία αναχαιτίζει επιδόξους επενδυτές, εντάσσονται στο πεδίο εκσυγχρονισμού της διοίκησης.
Αν εξετάσουμε προσεκτικά τη δέσμη των τριών πρώτων δομικών μεταρρυθμίσεων (φοροδιαφυγή, διοίκηση, σταθερό φορολογικό καθεστώς), θα παρατηρήσουμε, πρώτον, ότι η ανάγκη για τις μεταρρυθμίσεις αυτές είναι υπαρκτή και αδήριτη. Δεύτερον, ότι επ’ αυτού δεν είχε γίνει απολύτως τίποτε κατά το παρελθόν. Επομένως, όσα ελέγοντο περί αναμορφωτικού «εκσυγχρονισμού» (περίοδος Σημίτη) και γενναίας «μεταρρύθμισης» (εποχή Καραμανλή) ήταν ψεύδη, ανοησίες και φανφάρες. Είναι ίσως από τα λίγα πεδία στα οποία έχει δίκιο ο Γ. Παπανδρέου, ο οποίος όμως ξεχνάει βολικά ότι υπήρξε κορυφαίο στέλεχος των «εκσυγχρονιστικών» κυβερνήσεων Σημίτη και δεν είχε ποτέ εκφράσει οιαδήποτε ένσταση ή προβληματισμό για το ανύπαρκτο έργο εκείνης της περιόδου (και) στον τομέα αυτόν.
Τρίτον, αφ’ εαυτής η χώρα όφειλε να προβεί στις συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις. Κανένα Μνημόνιο δεν χρειαζόταν να τις επισημάνει και να τις επιβάλει. Όμως, για να πραγματοποιηθούν οι αλλαγές αυτές, έπρεπε να υπάρχει σοβαρή προεργασία και συγκεκριμένο σχέδιο, έστω και την ύστατη ώρα. Αποδείχτηκε ότι η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου ήταν παντελώς ανέτοιμη, όπως κατέδειξε η οικτρή διετία...
Υπάρχει, όμως, και κάτι ακόμη. Ίσως το πιο καθοριστικό: με δεδομένη την τραγική κατάσταση στους τρεις αυτούς τομείς, ακόμη κι ένα παιδί του δημοτικού θα καταλάβαινε ότι μεταρρυθμίσεις τέτοιου είδους απαιτούν χρόνο. Είναι αδύνατον μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα να αντιμετωπίσεις χρόνια προβλήματα δομικής φύσεως. Επομένως, από την πρώτη στιγμή έπρεπε να δοθεί βάρος στα πεδία αυτά.
Από όλους. Και πρωτίστως από την κυβέρνηση, υπό το άγρυπνο βλέμμα της κοινωνίας αλλά και των εταίρων. Λίαν απαραίτητος, λοιπόν, ο χρόνος, προκειμένου η Ελλάδα να προβεί –έστω με τη βοήθεια των εταίρων– στις αναγκαίες αυτές μεταρρυθμίσεις. Αντ’ αυτού, η μεν ανέτοιμη κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου καθυστερούσε και φλυαρούσε επί δύο χρόνια (ποιος δεν θυμάται τις ακέφαλες εφορίες και τα εν γένει τρομακτικά κενά στη διοίκηση;), οι δε εταίροι μοναδική έγνοια είχαν τις περικοπές μισθών και συντάξεων καθώς και την εσωτερική υποτίμηση μέσω της ύφεσης. «Δώστε χρόνο στην Ελλάδα», είπε προχθές ο Ρομάνο Πρόντι. Κάτι ανάλογο είπε και ο κ. Ράιχενμπαχ, διαπιστώνοντας προσωπικά τις υπαρκτές δυσκολίες για τέτοιου είδους μεταρρυθμίσεις. Δυστυχώς, το λένε κάπως αργά. Κι έτσι αποδεικνύεται ότι και στον τομέα αυτόν οι εταίροι είχαν μεσάνυχτα σχετικά με το «ελληνικό πρόβλημα»...
Στη δεύτερη δέσμη των δομικών μεταρρυθμίσεων εντάσσονται, όπως προαναφέρθηκε, η απελευθέρωση των κλειστών επαγγελμάτων, η δραστική μείωση των δημοσίων υπαλλήλων και οι αποκρατικοποιήσεις. Οι συγκεκριμένες αλλαγές, σε συνάρτηση με τις υπόλοιπες (διοίκηση κτλ.), θα συμβάλουν αποφασιστικά –έτσι λένε οι εταίροι καθώς και τα ημέτερα αντηχεία– στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, όπερ και μείζον θέμα για την ελληνική οικονομία... Ας δούμε, λοιπόν, τη δέσμη αυτή:
Μείωση των δημοσίων υπαλλήλων: Υπάρχουν ευρωπαϊκές χώρες με ανθηρή οικονομία οι οποίες διαθέτουν μεγαλύτερο αριθμό δημοσίων υπαλλήλων από την Ελλάδα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Σουηδία. Προς τι, επομένως, αυτή η τρομακτική προπαγάνδα για τη «μείωση του κράτους» και η παράλληλη αποσιώπηση για το τι συμβαίνει σε άλλες, προηγμένες χώρες; Πρόβλημα υπεράριθμων υπαλλήλων υπάρχει στην Ελλάδα.
Αλλά κυρίως υφίσταται ζήτημα μη επαρκούς αποδόσεως, που οφείλεται πρωτίστως στις υποδομές και στη γραφειοκρατία και όχι τόσο σε αδιαφορία και ανικανότητα των υπαλλήλων. Επομένως, και τα δύο αυτά παθογενή θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν λελογισμένα και να αρθούν. Αντ’ αυτού, παρατηρείται μια πρωτοφανής εκστρατεία απαξίωσης, με προφανή στόχο την υπονόμευση και κατασυκοφάντηση κάθε ιδέας για τον ρόλο του κράτους.
Αποκρατικοποιήσεις: Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η εξίσου θηριώδης προπαγάνδα για ιδιωτικοποιήσεις, ακόμη και υγιών κρατικών επιχειρήσεων. Και όταν ρωτάς «γιατί;», εισπράττεις μια φαιδρή, ανέρειστη, λαϊκίστικη και δογματική απάντηση: Διότι έτσι επιτάσσουν η σύγχρονη οικονομία και η αυτής μεγαλειότης η αγορά! Και αν επιμείνεις, παρατηρώντας ότι για τους τριγμούς στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα δεν ευθύνεται ο κρατισμός, αλλά η ασυδοσία της αγοράς, απάντηση δεν θα υπάρξει...
Απελευθέρωση επαγγελμάτων: Και εδώ το ίδιο μοτίβο. Αντί για κάποιες αναγκαίες αλλαγές, προβλήθηκε ως μείζον ζήτημα –και καθοριστικό για την ανταγωνιστικότητα– το «άνοιγμα» επαγγελμάτων, ακόμη και σε πεδία στα οποία περισσεύουν οι επαγγελματίες (π.χ. ταξί)! Όμως, το πιο εξοργιστικό εντοπίζεται στα δήθεν μεγάλα οφέλη που θα υπάρξουν για την οικονομία από το «άνοιγμα». Κατ’ ουσίαν πρόκειται για μοίρασμα της μικρής, ελάχιστης πια, πίτας σε περισσότερους. Δηλαδή, όλοι φτωχότεροι, στο όριο της επιβίωσης, με ανύπαρκτα –ή πενιχρά– οφέλη για την ανταγωνιστικότητα...
Αντί επιλόγου, παραθέτουμε ένα απόσπασμα από το νέο βιβλίο του Σταύρου Λυγερού («Από την κλεπτοκρατία στη χρεοκοπία» – Εκδόσεις Πατάκη) σχετικά με την πολιτική του Μνημονίου, τις μεταρρυθμίσεις και την ανταγωνιστικότητα: «Η “τρόικα” αντιλαμβάνεται την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας με όρους βίαιης απαξίωσης. Προσπαθεί να μετατρέψει την Ελλάδα σε χώρα ευκαιριών για το ευρωπαϊκό κεφάλαιο, αφενός λόγω της μαζικής εκποίησης σε χαμηλές τιμές και αφετέρου λόγω του χαμηλού κόστους εργασίας»... Όπερ έδει δείξαι...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου