Της Pίτσας Mασούρα
Ο προηγούμενος αιώνας χαρακτηρίστηκε ως ο αιώνας της τόλμης. Όσα διαδραματίστηκαν τότε ήταν κάτι ανάμεσα σε παροξυσμό αισιοδοξίας και ανείπωτες απογοητεύσεις, ανάμεσα σε διθυράμβους και ολοφυρμούς. Ο κόσμος θρηνούσε το απερχόμενο γνώριμο κομμάτι ζωής και παράλληλα προσδοκούσε το καινούργιο.
Ο προηγούμενος αιώνας χαρακτηρίστηκε ως ο αιώνας της τόλμης. Όσα διαδραματίστηκαν τότε ήταν κάτι ανάμεσα σε παροξυσμό αισιοδοξίας και ανείπωτες απογοητεύσεις, ανάμεσα σε διθυράμβους και ολοφυρμούς. Ο κόσμος θρηνούσε το απερχόμενο γνώριμο κομμάτι ζωής και παράλληλα προσδοκούσε το καινούργιο.
Κυριαρχούσε η ελπίδα, η ταύτιση μαζί της, ειδικότερα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι δεισιδαιμονίες γίνονταν παρελθόν και ο άνθρωπος προχωρούσε απελευθερωμένος προς τα εμπρός. Ενα από τα χαρακτηριστικά του 20ού αιώνα, πέρα από το ανεξάντλητο επιστημονικά πεδίο, ήταν η έφεση για ζωή. Εφεση για ύπαρξη που συνδέθηκε με τον υλισμό, την κατανάλωση, με το ρήμα ξοδεύω και απολαμβάνω, αλλά και με τον κρατισμό ή το κοινωνικό κράτος. Μια αχαλίνωτη τολμηρή φαντασία που με τον καιρό μετουσιώθηκε σε αχανίλωτη πραγματικότητα.
Ο 21ος αιώνας δεν έχει τίποτα από την ορμή της ζωής, όπως τη γνωρίσαμε. Τουλάχιστον όχι στη Δύση, που θυμίζει ψάρι στον πάγκο του ψαρά τη στιγμή που βιαστικά και βίαια του αφαιρεί τα λέπια. Ο σύγχρονος δυτικός άνθρωπος ξεπέρασε τα όριά του και τώρα νιώθει σαν ψάρι έξω από το νερό. Ξεγελασμένος από το δόλωμα, χωρίς να έχει διακρίνει το αγκίστρι, μόνος έξω από το κοπάδι. Οι θεσμοί έχασαν την «ωραιότητα» για την οποία δημιουργήθηκαν. Η έννοια του κοινού καλού, που ήδη είχε ξεφτίσει μετά τη δεκαετία του ’60, εξανεμίστηκε από την ορμή των αγορών, των οίκων αξιολόγησης, τη σχεδόν φοβική αυστηρότητα των Ευρωπαίων ηγετών. Συναισθήματα και αξίες εξαερώθηκαν και η λήθη έπαψε να είναι εκκρεμότητα. Εγινε fact. Ενας διαφορετικός βιασμός είναι σε εξέλιξη. Και τώρα; Ο Μίλαν Κούντερα (φωτ.) έχει πει ότι ανάμεσα στην ταχύτητα και τη λήθη υπάρχει ένας μυστικός δεσμός. Ο Κούντερα είναι κατ’ εξοχήν πολίτης του 20ού αιώνα, αλλά αν σκεφτούμε με ωριμότητα θα δούμε πως, παρ’ ό,τι δαρβινικά προγραμματισμένοι να ακολουθούμε την ταχύτητα, οφείλουμε να διατηρούμε το προνόμιο της παράδοσης, δίνοντας χρόνο στην κοινωνία να σκεφτεί. Και ούτε λόγος για συντήρηση, βεβαίως
Αν τυχόν εγκλωβιστούμε στη συντήρηση, θα θυμίζουμε την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, όπως σημειώνει σε παλιότερη συνέντευξή του, ο καθηγητής της αειφόρου ανάπτυξης του Πανεπιστημίου του Σάρεϊ Τιμ Τζάκσον (φωτ.). Σ’ αυτήν την περίπτωση θα τρέχουμε όλο και πιο γρήγορα, αλλά θα μένουμε στο ίδιο σημείο, ίσως στη λαγότρυπα του παραμυθιού, καθώς δεν θα μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τη ριζική ανατροπή των παγιωμένων κανόνων που καθορίζουν την ταυτότητα και τη συμπεριφορά μας. Ενδεχομένως όμως να θυμίζουμε τους πρωταγωνιστές του Σάμιουελ Μπέκετ (Ιρλανδός συγγραφέας, γραμματέας του Τζόις!) στο θεατρικό «Περιμένοντας τον Γκοντό». Εργο πέρα από τον χρόνο της Ιστορίας.
Ο Εστραγκόν και ο Βλαντιμίρ είναι άστεγοι, εξαθλιωμένοι και πεινασμένοι σε ένα άνυδρο τοπίο που ενδεχομένως αναδεικνύει το ερημικό πεπρωμένο της ανθρωπότητας. Και στους δύο πρωταγωνιστές είναι αδύνατο να τοποθετηθούν στον χρόνο και να προσεγγίσουν τις μνήμες τους. Σ’ αυτό το άχρονο τοπίο, οι δυο τους περιμένουν τον σωτήρα, ο οποίος δεν μαθαίνουμε ποτέ αν είναι άνδρας ή γυναίκα ή ποιες είναι οι ιδιότητές του. (Ας θυμηθούμε πως ο Μπέκετ σε επιστολή του, το 1952, γράφει πως ούτε ο ίδιος γνώριζε ποιος είναι ο Γκοντό).Το έργο παίζεται με επιτυχία στο Θέατρο Τέχνης «Κάρολος Κουν» με γυναίκες και στους τέσσερις ανδρικούς ρόλους. (Κάτια Γέρου, Δήμητρα Χατούπη, Μυρτώ Αλικάκη, Λουκία Πιστιόλα, Αριάδνη Καβαλιέρου - σκηνοθεσία Κωστής Καπελώνης, χορογραφία Πωλίνα Κρεμαστά).
Κατά κάποιο έμμεσο τρόπο, οι μπεκετικοί ήρωες είμαστε όλοι εμείς. Περιμένουμε την άφιξη ενός ανύπαρκτου προσώπου, ενός ηγέτη, ενός σπουδαίου ατόμου, ενός Μεσσία, ενός καθοδηγητή. Περιμένοντάς τον, όμως, το μόνο που κάνουμε είναι να ευλογούμε τη στασιμότητά μας, να μεγαλοποιούμε το δράμα μας και να καταργούμε την πράξη. Ενώ θα ’πρεπε ήδη να ’χουμε κινητοποιηθεί, να ’χουμε επωμιστεί τις ευθύνες μας, να ’χουμε στρωθεί στη δουλειά, να ΄’χουμε αφυπνισθεί. Μονίμως μας διαφεύγει ότι μας βαραίνουν οι ευθύνες γιατί δεν είμαστε ο ένας, αλλά ο ένας ανάμεσα στους πολλούς. Ακόμη κι αν του καθενός η αξία είναι μικρή ή μεγάλη, το χρέος του δεσμού μας με τους άλλους παραμένει το βαρύτερο χρέος. Αυτό που γράφει την Ιστορία της ανθρωπότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου