ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟ ΣΠΥΡΟ ΛΑΠΑΤΣΙΩΡΑ
Η λέξη χρεοκοπία έχει πάψει από καιρό να αποτελεί ταμπού αλλά η πολλή συζήτηση γύρω από αυτή δεν έχει κάνει απαραίτητα ούτε την ίδια πιο κατανοητή ούτε τις συνέπειες πιο σαφείς. Μια συζήτηση με τον Σπύρο Λαπατσιώρα επιχειρεί να μας εξηγήσει αυτήν την πλευρά της κρίσης, προκειμένου να αντιμετωπίσουμε πιο αποτελεσματικά τις συνέπειές της.
Τη συνέντευξη πήρε
ο Π. Κλαυδιανός
Ο όρος «χρεοκοπία» είναι πλέον στις καθημερινές συζητήσεις. Εκτός από το τρομακτικό βάρος του, κουβαλάει, όμως, και πολλή σύγχυση.
Καταρχάς να σημειώσουμε ότι ο αγγλικός όρος «default» που χρησιμοποιείται στο εξωτερικό για την περίπτωση της Ελλάδας, δεν σημαίνει αυτό που σημαίνει ο όρος «χρεοκοπία» στα ελληνικά με τον οποίο έχουμε συνηθίσει να τον μεταφράζουμε. Ο όρος «bankruptcy» σημαίνει χρεοκοπία, πτώχευση με συμπαραδηλούμενα την εικόνα του λουκέτου σε μία τράπεζα, επιχείρηση κλπ. Το default θα μεταφραζόταν καλύτερα ως «αθέτηση χρεωστικών υποχρεώσεων» και επειδή τα κράτη δε βάζουν λουκέτο, το default της Ελλάδας έχει ένα εντελώς διαφορετικό νόημα από τη «χρεοκοπία» της Ελλάδας. Με αυτήν την επισήμανση, θα ακολουθήσουμε την πεπατημένη και θα αναφερόμαστε σε «χρεοκοπία».
Χρεοκοπία, αθέτηση χρεωστικών υποχρεώσεων, λοιπόν λέμε ότι συμβαίνει όταν μία κυβέρνηση αναγνωρίζει ότι αδυνατεί να πληρώσει κάποια ομόλογα ή δάνεια, τα οποία λήγουν και πρέπει να εξοφληθούν. Μετά τη χρεοκοπία ακολουθεί η διαπραγμάτευση με τους δανειστές για το πώς, πότε θα πληρωθούν τα χρωστούμενα (τμήματος ή όλου του υπάρχοντος χρέους) και, προπάντων, πόσο. Για παράδειγμα, μπορεί να συμφωνηθεί να πληρωθούν σε 30 χρόνια τα μισά λεφτά από αυτά που δικαιούνταν, με την έκδοση κάποιων νέων ομολόγων που θα διέπονται από τις τάδε και τάδε λεπτομέρειες (νομικό πλαίσιο, εγγυήσεις, επιτόκια, ημερομηνίες πληρωμής τόκων κ.λπ.).
Ποιο κίνητρο έχουν οι δανειστές για μια τέτοια ρύθμιση;
Το κίνητρο των δανειστών να αποδεχθούν τέτοιες απώλειες είναι το «καλύτερα από το τίποτα» σταθμίζοντας επίσης την μακρόχρονη, ακριβή και πιθανότατα ατελέσφορη εμμονή στη διεκδίκηση των χρωστούμενων. Αυτό το γεγονός, στη τρέχουσα συζήτηση, περιγράφεται ως «άτακτη χρεοκοπία», για να διακριθεί από τη διαμορφωθείσα «λύση» που έχει συμφωνηθεί για το ομολογιακό χρέος του ελληνικού δημοσίου και είναι η «ελεγχόμενη» ή «συντεταγμένη» χρεοκοπία. Να σημειώσουμε παρεκβαίνοντας ότι οι συνέπειες μιας χρεοκοπίας δεν εκδηλώνονται μετά την ανακοίνωση της, αλλά πιο πριν, όταν αρχίζει να καθίσταται αναμενόμενη μία τέτοια ανακοίνωση.
Το κίνητρο των δανειστών να αποδεχθούν τέτοιες απώλειες είναι το «καλύτερα από το τίποτα» σταθμίζοντας επίσης την μακρόχρονη, ακριβή και πιθανότατα ατελέσφορη εμμονή στη διεκδίκηση των χρωστούμενων. Αυτό το γεγονός, στη τρέχουσα συζήτηση, περιγράφεται ως «άτακτη χρεοκοπία», για να διακριθεί από τη διαμορφωθείσα «λύση» που έχει συμφωνηθεί για το ομολογιακό χρέος του ελληνικού δημοσίου και είναι η «ελεγχόμενη» ή «συντεταγμένη» χρεοκοπία. Να σημειώσουμε παρεκβαίνοντας ότι οι συνέπειες μιας χρεοκοπίας δεν εκδηλώνονται μετά την ανακοίνωση της, αλλά πιο πριν, όταν αρχίζει να καθίσταται αναμενόμενη μία τέτοια ανακοίνωση.
Γιατί προτάσσεται η «ελεγχόμενη» χρεοκοπία;
Η ελεγχόμενη χρεοκοπία είναι η συμφωνημένη διαδικασία διαπραγμάτευσης μεταξύ των δανειστών και του δανειζομένου για τα χρέη που υπάρχουν, χωρίς και πριν ο τελευταίος οδηγηθεί σε δημόσια ανακοίνωση ότι αδυνατεί να εξυπηρετήσει τις υποχρεώσεις που έχει. Αυτό που οδηγεί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, είναι η διαπίστωση ότι ο δανειζόμενος δεν μπορεί να πληρώσει το χρέος που λήγει στις καθορισμένες ημερομηνίες. Τα κίνητρα που μπορούν να οδηγήσουν τους δανειστές στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων είναι πολλαπλά. Για παράδειγμα η προοπτική να κατέχουν καινούργια ομόλογα που μπορούν να παίζονται στα χρηματιστήρια και να «γεννάνε» χρήματα, αντί να κάθονται στα συρτάρια επειδή δεν τα δέχεται κανείς καθώς έχει προεξοφληθεί η ανακοίνωση αδυναμίας αποπληρωμής του δανειζομένου, φαίνεται πιο ελκυστική.
Αυτό που έχει συμφωνηθεί για την περίπτωση του ελληνικού δημοσίου, είναι μία διαδικασία ελεγχόμενης χρεοκοπίας, εντός ευρωζώνης και χωρίς να υπάρξει κίνδυνος για τις καταθέσεις στις ελληνικές τράπεζες (λόγω της υποστήριξης που θα έχουν από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, το EFSF, και το πρόγραμμα έκτακτης ρευστότητας της Τράπεζας της Ελλάδας). Πριν εξετάσουμε τη διαδικασία αυτή χρειάζεται μια διευκρίνιση. Ακόμη και η περίπτωση της άτακτης χρεοκοπίας, για παράδειγμα να μη δώσει καμία επόμενη δόση η τρόικα, δεν συνεπάγεται αναγκαία την έξοδο από το εθνικό νόμισμα που είναι το ευρώ. Παρά τη βίαιη προσαρμογή των ελλειμμάτων που συνεπάγεται κάτι τέτοιο, το ζήτημα αρχίζει και τίθεται με αναγκαίο τρόπο αν η ΕΚΤ διακόψει τη χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών και εμποδίσει την Τράπεζα της Ελλάδας να συνεχίσει το πρόγραμμα έκτακτης ρευστότητας. Λόγω των συνεπειών που θα έχει ένα τέτοιο ενδεχόμενο, όχι αυτών που θα αφορούν την ελληνική οικονομία και κοινωνία αλλά κυρίως το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, οι ακραίες συντηρητικές φωνές που προτρέπουν την επιβολή εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη, παραμένουν μειοψηφικές στους ηγεμονικούς κύκλους.
Η ελεγχόμενη χρεοκοπία είναι η συμφωνημένη διαδικασία διαπραγμάτευσης μεταξύ των δανειστών και του δανειζομένου για τα χρέη που υπάρχουν, χωρίς και πριν ο τελευταίος οδηγηθεί σε δημόσια ανακοίνωση ότι αδυνατεί να εξυπηρετήσει τις υποχρεώσεις που έχει. Αυτό που οδηγεί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, είναι η διαπίστωση ότι ο δανειζόμενος δεν μπορεί να πληρώσει το χρέος που λήγει στις καθορισμένες ημερομηνίες. Τα κίνητρα που μπορούν να οδηγήσουν τους δανειστές στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων είναι πολλαπλά. Για παράδειγμα η προοπτική να κατέχουν καινούργια ομόλογα που μπορούν να παίζονται στα χρηματιστήρια και να «γεννάνε» χρήματα, αντί να κάθονται στα συρτάρια επειδή δεν τα δέχεται κανείς καθώς έχει προεξοφληθεί η ανακοίνωση αδυναμίας αποπληρωμής του δανειζομένου, φαίνεται πιο ελκυστική.
Αυτό που έχει συμφωνηθεί για την περίπτωση του ελληνικού δημοσίου, είναι μία διαδικασία ελεγχόμενης χρεοκοπίας, εντός ευρωζώνης και χωρίς να υπάρξει κίνδυνος για τις καταθέσεις στις ελληνικές τράπεζες (λόγω της υποστήριξης που θα έχουν από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, το EFSF, και το πρόγραμμα έκτακτης ρευστότητας της Τράπεζας της Ελλάδας). Πριν εξετάσουμε τη διαδικασία αυτή χρειάζεται μια διευκρίνιση. Ακόμη και η περίπτωση της άτακτης χρεοκοπίας, για παράδειγμα να μη δώσει καμία επόμενη δόση η τρόικα, δεν συνεπάγεται αναγκαία την έξοδο από το εθνικό νόμισμα που είναι το ευρώ. Παρά τη βίαιη προσαρμογή των ελλειμμάτων που συνεπάγεται κάτι τέτοιο, το ζήτημα αρχίζει και τίθεται με αναγκαίο τρόπο αν η ΕΚΤ διακόψει τη χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών και εμποδίσει την Τράπεζα της Ελλάδας να συνεχίσει το πρόγραμμα έκτακτης ρευστότητας. Λόγω των συνεπειών που θα έχει ένα τέτοιο ενδεχόμενο, όχι αυτών που θα αφορούν την ελληνική οικονομία και κοινωνία αλλά κυρίως το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, οι ακραίες συντηρητικές φωνές που προτρέπουν την επιβολή εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη, παραμένουν μειοψηφικές στους ηγεμονικούς κύκλους.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, πώς τίθεται το ζήτημα;
Στην περίπτωση του ομολογιακού χρέους του ελληνικού δημοσίου ο βασικός λόγος που θα οδηγήσει τους κατόχους ομολόγων του στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, είναι η απόφαση από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να υπάρξει μια τέτοια διαδικασία που θα έχει απώλειες για τις τράπεζες και τα ασφαλιστικά ταμεία.
Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις οδηγούνται σε μια τέτοια απόφαση, όπως αναμενόταν αναμενόμενα όπως φαινόταν ήδη από την υπογραφή του Μνημονίου πριν ενάμιση χρόνο. Η πολιτική μείωσης των ελλειμμάτων του δημοσίου εν μέσω μέτριας ύφεσης το 2009 βαθαίνει την ύφεση, με αποτέλεσμα αύξηση των χρηματοδοτικών αναγκών και αυξανόμενες δυσκολίες εξυπηρέτησης του αυξανόμενου χρέους, μη επίτευξη των στόχων, αναπροσαρμογή των στόχων, δηλαδή το γνωστό φαύλο κύκλο.
Επίσης αναμενόμενο είναι ότι οδηγούνται σε μια απόφαση αύξησης του κουρέματος μετά τη συμφωνία της 21ης Ιουλίου για κούρεμα 21%. Αφενός μεν επειδή δεν προκύπτει, τελικά, ουσιαστική μείωση του χρέους (διάφοροι αναλυτές υπολογίζουν ότι το πραγματικό κούρεμα θα είναι της τάξης του 5%-7%), αφετέρου, επειδή, όταν οι ξένες τράπεζες ήδη από πέρυσι δηλώνουν ότι το κούρεμα πρέπει να είναι της τάξης του 50% τουλάχιστον, έχει προεξοφληθεί από τις αγορές ότι αυτή η συμφωνία είναι ανεπαρκής για να καταστήσει βιώσιμο το χρέος του ελληνικού δημοσίου.
Γενικότερα, όσο δεν ρυθμίζεται το πρόβλημα της βιωσιμότητας του χρέους του ελληνικού δημοσίου, ο συνδυασμός ύφεσης -ή στην καλύτερη περίπτωση μελλοντικά αναιμικών ρυθμών μεγέθυνσης- και υψηλών επιτοκίων θα δημιουργεί δυσκολίες στις ευρωπαϊκές πολιτικές για μακρύ χρονικό διάστημα. Οι κύριες όψεις αυτών των δυσκολιών είναι δύο. Πρώτον, ο κίνδυνος μετάδοσης: άλλες χώρες, μέσω των χρηματιστηριακών αγορών, θα επηρεάζονται από τα ελληνικά τεκταινόμενα. Δεύτερον, το αναπόφευκτο δίλημμα που οδήγησαν οι πολιτικές της «εσωτερικής υποτίμησης»: είτε θα αναλάβουν τα υπόλοιπα κράτη μέλη τη χρηματοδότηση της Ελλάδας για μεγάλο χρονικό διάστημα, επί της ουσίας θα «αγοράσουν» όλο το ελληνικό δημόσιο χρέος, είτε θα γίνει διαγραφή τμήματος του χρέους και χρονική μετάθεση της λήξης του ώστε να μειωθούν οι ανάγκες χρηματοδότησης της Ελλάδας που πρέπει να αναλάβουν. Ελπίζοντας ότι υποκαθίστανται από μικρότερης έκτασης χρηματοδότηση για στήριξη της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών που θα έχουν απώλειες από το «κούρεμα». Φυσικά, το κούρεμα, η μετάθεση λήξης των ομολόγων και πιθανότατα νέα μικρότερα επιτόκια –ας μην προτρέχουμε, όμως, για τα αποτελέσματα της διαπραγμάτευσης– μειώνουν τις δαπάνες για τόκους και, επομένως, τα ελλείμματα και συνεπώς τις χρηματοδοτικές ανάγκες. Παίζει ρόλο για τις αποφάσεις αυτές και το ζήτημα της αποκατάστασης της εμπιστοσύνης των αγορών στο βιώσιμο του ελληνικού δημόσιου χρέους, αλλά εδώ τίθενται γενικότερα ζητήματα, που αφορούν την εμπιστοσύνη των αγορών στις ίδιες τις ευρωπαϊκές πολιτικές.
Στην περίπτωση του ομολογιακού χρέους του ελληνικού δημοσίου ο βασικός λόγος που θα οδηγήσει τους κατόχους ομολόγων του στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, είναι η απόφαση από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να υπάρξει μια τέτοια διαδικασία που θα έχει απώλειες για τις τράπεζες και τα ασφαλιστικά ταμεία.
Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις οδηγούνται σε μια τέτοια απόφαση, όπως αναμενόταν αναμενόμενα όπως φαινόταν ήδη από την υπογραφή του Μνημονίου πριν ενάμιση χρόνο. Η πολιτική μείωσης των ελλειμμάτων του δημοσίου εν μέσω μέτριας ύφεσης το 2009 βαθαίνει την ύφεση, με αποτέλεσμα αύξηση των χρηματοδοτικών αναγκών και αυξανόμενες δυσκολίες εξυπηρέτησης του αυξανόμενου χρέους, μη επίτευξη των στόχων, αναπροσαρμογή των στόχων, δηλαδή το γνωστό φαύλο κύκλο.
Επίσης αναμενόμενο είναι ότι οδηγούνται σε μια απόφαση αύξησης του κουρέματος μετά τη συμφωνία της 21ης Ιουλίου για κούρεμα 21%. Αφενός μεν επειδή δεν προκύπτει, τελικά, ουσιαστική μείωση του χρέους (διάφοροι αναλυτές υπολογίζουν ότι το πραγματικό κούρεμα θα είναι της τάξης του 5%-7%), αφετέρου, επειδή, όταν οι ξένες τράπεζες ήδη από πέρυσι δηλώνουν ότι το κούρεμα πρέπει να είναι της τάξης του 50% τουλάχιστον, έχει προεξοφληθεί από τις αγορές ότι αυτή η συμφωνία είναι ανεπαρκής για να καταστήσει βιώσιμο το χρέος του ελληνικού δημοσίου.
Γενικότερα, όσο δεν ρυθμίζεται το πρόβλημα της βιωσιμότητας του χρέους του ελληνικού δημοσίου, ο συνδυασμός ύφεσης -ή στην καλύτερη περίπτωση μελλοντικά αναιμικών ρυθμών μεγέθυνσης- και υψηλών επιτοκίων θα δημιουργεί δυσκολίες στις ευρωπαϊκές πολιτικές για μακρύ χρονικό διάστημα. Οι κύριες όψεις αυτών των δυσκολιών είναι δύο. Πρώτον, ο κίνδυνος μετάδοσης: άλλες χώρες, μέσω των χρηματιστηριακών αγορών, θα επηρεάζονται από τα ελληνικά τεκταινόμενα. Δεύτερον, το αναπόφευκτο δίλημμα που οδήγησαν οι πολιτικές της «εσωτερικής υποτίμησης»: είτε θα αναλάβουν τα υπόλοιπα κράτη μέλη τη χρηματοδότηση της Ελλάδας για μεγάλο χρονικό διάστημα, επί της ουσίας θα «αγοράσουν» όλο το ελληνικό δημόσιο χρέος, είτε θα γίνει διαγραφή τμήματος του χρέους και χρονική μετάθεση της λήξης του ώστε να μειωθούν οι ανάγκες χρηματοδότησης της Ελλάδας που πρέπει να αναλάβουν. Ελπίζοντας ότι υποκαθίστανται από μικρότερης έκτασης χρηματοδότηση για στήριξη της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών που θα έχουν απώλειες από το «κούρεμα». Φυσικά, το κούρεμα, η μετάθεση λήξης των ομολόγων και πιθανότατα νέα μικρότερα επιτόκια –ας μην προτρέχουμε, όμως, για τα αποτελέσματα της διαπραγμάτευσης– μειώνουν τις δαπάνες για τόκους και, επομένως, τα ελλείμματα και συνεπώς τις χρηματοδοτικές ανάγκες. Παίζει ρόλο για τις αποφάσεις αυτές και το ζήτημα της αποκατάστασης της εμπιστοσύνης των αγορών στο βιώσιμο του ελληνικού δημόσιου χρέους, αλλά εδώ τίθενται γενικότερα ζητήματα, που αφορούν την εμπιστοσύνη των αγορών στις ίδιες τις ευρωπαϊκές πολιτικές.
Φυσικά, το «κούρεμα» δεν έρχεται μόνο του…
Τα συμφωνηθέντα για την ελεγχόμενη χρεοκοπία, το «κούρεμα», δεν αφορούν μόνο αυτή. Περιλαμβάνουν, ως προϋπόθεση για να προχωρήσουμε σε επόμενη φάση, μέτρα μείωσης των μισθών-συντάξεων σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, απολύσεων, ιδιωτικοποιήσεων των δημοσίων αγαθών και γενικότερα νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων (οι δυσκολίες που προκαλούν στις μεταρρυθμίσεις τα αποτελέσματα της δημοκρατικής οργάνωσης, όπως το Σύνταγμα, θα έχουν την τιμητική τους το επόμενο διάστημα), νέα μνημόνια, πιο «άγρια» από το πρώτο και τις έμπρακτες δεσμεύσεις της κυβέρνησης ότι θα τα εφαρμόσει.
Με δεδομένο ότι μέχρι τις 16 Δεκεμβρίου δεν προβλέπεται λήξη κανενός ομολόγου/δανείου και επομένως δεν διακυβεύεται η άτακτη χρεοκοπία, η καθυστέρηση της επόμενης δόσης από την τρόικα είναι ένας αποτελεσματικός μηχανισμός, ώστε η κυβέρνηση να δεσμευτεί έμπρακτα: ή θα πάρει μέτρα εναντίον των εργαζομένων και των συνταξιούχων ή, υπό την απειλή των άδειων ταμείων, κάποια στιγμή στις επόμενες εβδομάδες θα ανακοινώσει, για παράδειγμα, ότι μισθοί και συντάξεις θα καταβληθούν κουτσουρεμένοι δείχνοντας σε ζωντανή σύνδεση την εικόνα άδειων ταμείων και θα επιχειρήσει την παγίωση της μείωσης.
Τα συμφωνηθέντα για την ελεγχόμενη χρεοκοπία, το «κούρεμα», δεν αφορούν μόνο αυτή. Περιλαμβάνουν, ως προϋπόθεση για να προχωρήσουμε σε επόμενη φάση, μέτρα μείωσης των μισθών-συντάξεων σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, απολύσεων, ιδιωτικοποιήσεων των δημοσίων αγαθών και γενικότερα νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων (οι δυσκολίες που προκαλούν στις μεταρρυθμίσεις τα αποτελέσματα της δημοκρατικής οργάνωσης, όπως το Σύνταγμα, θα έχουν την τιμητική τους το επόμενο διάστημα), νέα μνημόνια, πιο «άγρια» από το πρώτο και τις έμπρακτες δεσμεύσεις της κυβέρνησης ότι θα τα εφαρμόσει.
Με δεδομένο ότι μέχρι τις 16 Δεκεμβρίου δεν προβλέπεται λήξη κανενός ομολόγου/δανείου και επομένως δεν διακυβεύεται η άτακτη χρεοκοπία, η καθυστέρηση της επόμενης δόσης από την τρόικα είναι ένας αποτελεσματικός μηχανισμός, ώστε η κυβέρνηση να δεσμευτεί έμπρακτα: ή θα πάρει μέτρα εναντίον των εργαζομένων και των συνταξιούχων ή, υπό την απειλή των άδειων ταμείων, κάποια στιγμή στις επόμενες εβδομάδες θα ανακοινώσει, για παράδειγμα, ότι μισθοί και συντάξεις θα καταβληθούν κουτσουρεμένοι δείχνοντας σε ζωντανή σύνδεση την εικόνα άδειων ταμείων και θα επιχειρήσει την παγίωση της μείωσης.
Βρισκόμαστε, δηλαδή, μπροστά σε ένα σχέδιο, έστω «οιονεί σχέδιο».
Έχει ξεκινήσει η πρώτη φάση ενός σχεδίου κοινωνικής κατεδάφισης. Είναι αποτέλεσμα που έχει προαναγγελθεί. Η θεωρία της εσωτερικής υποτίμησης είχε ως στόχο τους μισθούς και τις συντάξεις. Θυμίζω επίσης τον εντυπωσιακό αριθμό στην 3η έκθεση του ΔΝΤ: το 2020 30,5% του ΑΕΠ δημόσιες δαπάνες, 32,5% το 2015, αριθμοί που τους συναντάμε σε κοινωνίες της Λατινικής Αμερικής, της Ανατολικής Ευρώπης, την Αίγυπτο... Είναι αποτέλεσμα της κυβερνητικής πολιτικής που αποφασίζει ότι δεν θα θίξει τα προνόμια του πλούτου και του κεφαλαίου για να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της παγκόσμιας κρίσης στα δημόσια οικονομικά – αλλά θα χρησιμοποιήσει τις συνέπειες αυτές ως όπλο απέναντι στον κόσμο της εργασίας, στην ελληνική κοινωνία.
Το ότι έπεσαν έξω στις προβλέψεις ήταν αναμενόμενο. Οι προβλέψεις απλά στηρίζονταν σε «πειραγμένα» νούμερα που έπαιρναν τον «καλύτερο των δυνατών κόσμων» ως δεδομένο, για να εξασφαλίσουν τεχνητά συναίνεση στην πολιτική αυτή. Άλλωστε, αποτελεί κοινή γνώση ότι έχουν σημαντικές αστοχίες οι προβλέψεις στα αντίστοιχα προγράμματα που στήριζε το ΔΝΤ.
Έχει ξεκινήσει η πρώτη φάση ενός σχεδίου κοινωνικής κατεδάφισης. Είναι αποτέλεσμα που έχει προαναγγελθεί. Η θεωρία της εσωτερικής υποτίμησης είχε ως στόχο τους μισθούς και τις συντάξεις. Θυμίζω επίσης τον εντυπωσιακό αριθμό στην 3η έκθεση του ΔΝΤ: το 2020 30,5% του ΑΕΠ δημόσιες δαπάνες, 32,5% το 2015, αριθμοί που τους συναντάμε σε κοινωνίες της Λατινικής Αμερικής, της Ανατολικής Ευρώπης, την Αίγυπτο... Είναι αποτέλεσμα της κυβερνητικής πολιτικής που αποφασίζει ότι δεν θα θίξει τα προνόμια του πλούτου και του κεφαλαίου για να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της παγκόσμιας κρίσης στα δημόσια οικονομικά – αλλά θα χρησιμοποιήσει τις συνέπειες αυτές ως όπλο απέναντι στον κόσμο της εργασίας, στην ελληνική κοινωνία.
Το ότι έπεσαν έξω στις προβλέψεις ήταν αναμενόμενο. Οι προβλέψεις απλά στηρίζονταν σε «πειραγμένα» νούμερα που έπαιρναν τον «καλύτερο των δυνατών κόσμων» ως δεδομένο, για να εξασφαλίσουν τεχνητά συναίνεση στην πολιτική αυτή. Άλλωστε, αποτελεί κοινή γνώση ότι έχουν σημαντικές αστοχίες οι προβλέψεις στα αντίστοιχα προγράμματα που στήριζε το ΔΝΤ.
Τίθενται, όμως, γενικότερα και επικίνδυνα ζητήματα μ’ αυτή την πολιτική.
Οι πολιτικές που ακολουθούνται έχουν οδηγήσει στην αμφισβήτηση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της Γαλλίας, στην έναρξη της αμφισβήτησης για το αξιόχρεο της Ιταλίας και της Ισπανίας, γεγονότα που θέτουν σε δοκιμασία τη συνοχή της ευρωζώνης, για να αναφερθούμε μόνο σε βραχυπρόθεσμα ζητήματα. Δεν υπάρχει, ωστόσο, κάποια νομοτέλεια που οδηγεί στη διάλυση της ευρωζώνης ή στην έξοδο ενός κράτους μέλους από την ευρωζώνη. Ο κ. Σόιμπλε στη συνέντευξη του στους Financial Times στις 5/9 περιγράφει μια στρατηγική, η οποία δεν είναι ασύμβατη με τη διατήρηση της ευρωζώνης. Ορίζοντας το ευρωπαϊκό πρόβλημα ως πρόβλημα χρέους και ελλειμμάτων, ειδικά αν πάρουμε υπόψη τις πιέσεις που θα ασκεί σε αυτά το ασφαλιστικό σύστημα (συντάξεων και υγείας), βρίσκει το στόχο: μείωση των δαπανών. Τίμημα η ύφεση. Αλλά απαιτείται να υπάρχει δυσκολία χρηματοδότησης των κρατών μελών, ώστε να δεσμευτούν στην επίτευξη του στόχου, και γι’ αυτό κάθε σκέψη για εκτεταμένους μηχανισμούς αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών μελών, δημιουργεί τον «ηθικό κίνδυνο» να παρεκκλίνουν οι κυβερνήσεις, λόγω πολιτικών δυσκολιών, από τη δέσμευση για επιδίωξη του στόχου. Πρόκειται, βέβαια, για ένα παιχνίδι με τη φωτιά.
Οι πολιτικές που ακολουθούνται έχουν οδηγήσει στην αμφισβήτηση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της Γαλλίας, στην έναρξη της αμφισβήτησης για το αξιόχρεο της Ιταλίας και της Ισπανίας, γεγονότα που θέτουν σε δοκιμασία τη συνοχή της ευρωζώνης, για να αναφερθούμε μόνο σε βραχυπρόθεσμα ζητήματα. Δεν υπάρχει, ωστόσο, κάποια νομοτέλεια που οδηγεί στη διάλυση της ευρωζώνης ή στην έξοδο ενός κράτους μέλους από την ευρωζώνη. Ο κ. Σόιμπλε στη συνέντευξη του στους Financial Times στις 5/9 περιγράφει μια στρατηγική, η οποία δεν είναι ασύμβατη με τη διατήρηση της ευρωζώνης. Ορίζοντας το ευρωπαϊκό πρόβλημα ως πρόβλημα χρέους και ελλειμμάτων, ειδικά αν πάρουμε υπόψη τις πιέσεις που θα ασκεί σε αυτά το ασφαλιστικό σύστημα (συντάξεων και υγείας), βρίσκει το στόχο: μείωση των δαπανών. Τίμημα η ύφεση. Αλλά απαιτείται να υπάρχει δυσκολία χρηματοδότησης των κρατών μελών, ώστε να δεσμευτούν στην επίτευξη του στόχου, και γι’ αυτό κάθε σκέψη για εκτεταμένους μηχανισμούς αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών μελών, δημιουργεί τον «ηθικό κίνδυνο» να παρεκκλίνουν οι κυβερνήσεις, λόγω πολιτικών δυσκολιών, από τη δέσμευση για επιδίωξη του στόχου. Πρόκειται, βέβαια, για ένα παιχνίδι με τη φωτιά.
Φωτιά, όμως, που μπορεί να γίνει και ανεξέλεγκτη...
Δοκιμάζονται κάθε φορά η ευελιξία και η αποτελεσματικότητα των μέσων που διαθέτουμε, αλλά τη στιγμή που αγγίζουμε μία κόκκινη γραμμή με στόχο να μην την περάσουμε, για παράδειγμα είτε οδηγώντας την ΕΚΤ να πάρει μέτρα που δεν θέλει, είτε να αλλάξουμε το EFSF, κ.λπ. Και τα μέτρα αποδεικνύονται αναγκαία μεν, αλλά κατόπιν εορτής. Ως αποτέλεσμα, οι συζητήσεις περί διάλυσης της ευρωζώνης θα μας απασχολούν και στη συνέχεια, επειδή οι συστημικοί κίνδυνοι, μέχρι να αποδεχθούν οι Ευρωπαίοι να εργάζονται μέχρι τα 70 χωρίς πολλά-πολλά δικαιώματα και απολαβές, θα συσσωρεύονται ως αναγκαίο αποτέλεσμα αυτής της στρατηγικής, με μεγάλη πιθανότητα να μακροημερεύσει τόσο αυτή η συζήτηση όσο και η ευρωζώνη.
Τα όρια αυτής της πολιτικής δεν έχουν να κάνουν με υποτιθέμενες «οικονομικές νομοτέλειες», αλλά με την ένταση της αμφισβήτησής της εκ μέρους των υποτελών τάξεων.
Δοκιμάζονται κάθε φορά η ευελιξία και η αποτελεσματικότητα των μέσων που διαθέτουμε, αλλά τη στιγμή που αγγίζουμε μία κόκκινη γραμμή με στόχο να μην την περάσουμε, για παράδειγμα είτε οδηγώντας την ΕΚΤ να πάρει μέτρα που δεν θέλει, είτε να αλλάξουμε το EFSF, κ.λπ. Και τα μέτρα αποδεικνύονται αναγκαία μεν, αλλά κατόπιν εορτής. Ως αποτέλεσμα, οι συζητήσεις περί διάλυσης της ευρωζώνης θα μας απασχολούν και στη συνέχεια, επειδή οι συστημικοί κίνδυνοι, μέχρι να αποδεχθούν οι Ευρωπαίοι να εργάζονται μέχρι τα 70 χωρίς πολλά-πολλά δικαιώματα και απολαβές, θα συσσωρεύονται ως αναγκαίο αποτέλεσμα αυτής της στρατηγικής, με μεγάλη πιθανότητα να μακροημερεύσει τόσο αυτή η συζήτηση όσο και η ευρωζώνη.
Τα όρια αυτής της πολιτικής δεν έχουν να κάνουν με υποτιθέμενες «οικονομικές νομοτέλειες», αλλά με την ένταση της αμφισβήτησής της εκ μέρους των υποτελών τάξεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου